«The Wall»: μια ταινία που οι Pink Floyd θα 'θελαν να γκρεμίσουν
Απομονωμένος
σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με μόνη συντροφιά το φως της τηλεόρασης ένας
ροκ σταρ, ο Πινκ, βυθίζεται σταδιακά στην παράνοια.
Απανωτά
φλας μπακ διηγούνται την παιδική του ηλικία, την απώλεια του πατέρα, τη
σχέση του με την υπερπροστατευτική μητέρα και τα σχολικά χρόνια κάτω από ένα βάναυσο εκπαιδευτικό σύστημα. Ενώ, παράλληλα, οραματίζεται το μέλλον του ως ένας σκοτεινός δικτάτορας που σέρνει πίσω του
στρατιές θαυμαστών. Η ταινία, χωρίς διάλογους, βασίζεται μόνο στα
θρυλικά τραγούδια του «The Wall». Ενώ η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα
εντείνεται από τα εφιαλτικά κινούμενα σχέδια που παρεισφρέουν
στην οθόνη σαν ονειρικά θραύσματα των νοσηρών σκέψεων του Πινκ. Και ο
Αλαν Πάρκερ μέσα από τη μουσική των Pink Floyd υπογράφει μια μοναδική
αλληγορία για το τίμημα της δόξας και τη μοναξιά ενός αστέρα του
θεάματος που χτίζει γύρω του έναν τοίχο για να προστατευτεί από την
πραγματικότητα.
Η
ταινία «Pink Floyd: The Wall» του 82 που θα ξαναβγεί στις αίθουσες στις
27 Σεπτεμβρίου, είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, κρύβει
μεγάλη ιστορία. Αρχικά ο Ρότζερ Γουότερς, μπασίστας και τραγουδιστής των
Pink Floyd, που συνέθεσε σχεδόν μόνος το διπλό άλμπουμ «The Wall» του
,80, ήθελε να γυρίσει μια αντίστοιχη ταινία. Σε αυτήν θα αναμείγνυε τις
συναυλίες των Pink Floyd με κινούμενα σχέδια του πολιτικοποιημένου
σχεδιαστή Τζέραλντ Σκαρφ. Όμως, η δισκογραφική τους εταιρεία αρνήθηκε να
προχωρήσει στην παραγωγή εξηγώντας τους ότι η ταινία μοιάζει
«εξαιρετικά δυσνόητη».
Την ίδια εποχή ο Αλαν Πάρκερ πλησίασε τον Γουότερς εξηγώντας του ότι θα ήθελε να γυρίσει μια ταινία σχετική με το άλμπουμ του. Προσφέρθηκε μάλιστα να αναλάβει την παραγωγή, όπου θα πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ο Γουότερς στον ρόλο του Πινκ. Οι επιλογές αποδείχθηκαν καταστροφικές. Ο Γουότερς δεν μπορούσε να παίξει. Έτσι οι σκηνές από τις συναυλίες της μπάντας αποσύρθηκαν. Το σενάριο του Γουότερς άλλαξε μορφή και ο Πάρκερ σχεδίασε την ταινία από την αρχή, επιλέγοντας στον
ρόλο του Πινκ τον Μπομπ Γκέντολφ, τον γνωστό τότε ως τραγουδιστή των
Boomtown Rats. Από την αρχική ιδέα κράτησε τα κινούμενα σχέδια του Σκαρφ
και τη συμφωνία να μην υπάρχουν διάλογοι αλλά η πλοκή να εκτυλίσσεται
μέσα από τα τραγούδια του άλμπουμ.
Η
ταινία βγήκε στις αίθουσες το ,82. Ο Γουότερς, που σύμφωνα με τον
Πάρκερ ανακατευόταν διαρκώς στα γυρίσματα και συχνά συγκρουόταν μαζί
του, είπε: «Απογοητεύτηκα. Ο Πινκ κατέληξε μια αντιπαθής απόμακρη
φιγούρα που κανείς δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί του».
Αλλά
και ο Πάρκερ ήταν δυσαρεστημένος από τις συνεχείς
παρεμβάσεις του
Γουότερς, που δεν ήθελε μια χολιγουντιανή παραγωγή. «Ήταν η πιο ακριβή
ερασιτεχνική ταινία που έχω κάνει ποτέ μου», είχε δηλώσει. Τέλος, για
τον Ντέιβιντ Γκίλμουρ, τον κιθαρίστα, η ταινία ήταν η αρχή του τέλους
για τους Pink Floyd αφού τότε ξεκίνησε η κόντρα του με τον Γουότερς. «Η
ταινία ήταν μια αποτυχία», έλεγε, «ιδιαίτερα αν τη συγκρίνουμε με τον
θρίαμβο του άλμπουμ και των συναυλιών που ακολούθησαν».
Ο πόλεμος Πάρκερ - Γουότερς
«Όχι τώρα, Τζον, πρέπει να τελειώνουμε με την ταινία, το Χόλιγουντ μας περιμένει στο τέλος του ουράνιου τόξου...». Σύμφωνα με τις φήμες, αυτοί οι στίχοι από το Final Cut του '83, το άλμπουμ που ο Γουότερς υπογράφει πια μόνος του ως Pink Floyd, είναι η σαρκαστική απάντηση στον Αλαν Πάρκερ. Εκφράζουν τη δυσαρέσκειά του για την ταινία «Pink Floyd: The Wall» που ένα χρόνο πριν οι κριτικοί είχαν
χαρακτηρίσει «καταθλιπτική
αποτυχία».
Για τον Γουότερς το «The Wall» ήταν ένα επώδυνο στη σύνθεση και εκτέλεση άλμπουμ, μια συρραφή από προσωπικές του εμπειρίες. Τα σπέρματά του βρίσκονται σε ένα οδυνηρό επεισόδιο. Το 1977, καθώς ολοκλήρωναν την περιοδεία τού «Animals», στην τελευταία συναυλία στο Μόντρεαλ ένας θεατής ανέβηκε στη σκηνή και πιάστηκε στα χέρια με τον Γουότερς. Από εκείνη τη στιγμή, όπως έλεγε, γεννήθηκε η ιδέα να γράψει ένα άλμπουμ για την αλλοτρίωση ενός αστέρα της μουσικής βιομηχανίας. «Τότε διαπίστωσα ότι ανάμεσα σε εμάς και το κοινό μας υψώθηκε ένας τοίχος και αυτό οφείλεται στην αλαζονεία και την απληστία μας».
Το διπλό άλμπουμ «The Wall», που κυκλοφόρησε το ,79 και αποτελεί ένα από τα ιστορικά άλμπουμ της ροκ σκηνής, ήταν η προσωπική του εξομολόγηση για την αποξένωσή του από το κοινό. Παράλληλα, όμως, ήταν και μια σχεδόν αυτοβιογραφική διήγηση για τη σχέση του με τη μητέρα του, την παράνοια του εκπαιδευτικού συστήματος -μια κρεατομηχανή που μετατρέπει τα παιδιά σε άβουλα πλάσματα-, την προδοσία της πρώην γυναίκας του, αλλά και τη σύγκρουσή του με την αδηφάγο μουσική βιομηχανία.
Γράφοντας το σενάριο ο Γουότερς διάνθισε την ιστορία της πορείας προς την παραφροσύνη και με άλλες σκηνές. Έτσι, το ξύρισμα των φρυδιών του Πινκ αναφέρεται στον Σιντ Μπάρετ, τον παλιό του σύντροφο, που κατέληξε να περιφέρεται στα ψυχιατρικά ιδρύματα και πέθανε πρόσφατα. Ενώ η μανία του Πινκ, που καταστρέφει το δωμάτιο του ξενοδοχείου, είναι εμπνευσμένη από ανάλογα περιστατικά με πρωταγωνιστές τούς Led Zeppelin.
Κάπως έτσι η σύγκρουσή του με τον Πάρκερ, που ουσιαστικά κινηματογράφησε την πορεία ενός δημιουργού προς την κατάθλιψη, ήταν αναπόφευκτη. «Ο Πινκ δεν είναι ένας καταθλιπτικός ροκ αστέρας σε παρακμή», είχε πει το 2005 ο Γουότερς καθώς ετοίμαζε το ανέβασμα του «The Wall» στο Μπρόντγουεϊ. «Γι' αυτό ήθελα να φωτίσω τις άλλες πλευρές του χαρακτήρα του. Ο Πινκ στην ταινία δεν ήταν ελκυστικός, ούτε καταλάβαινες την εσωτερική του διαμάχη. Κι αν δεν το καταλάβαινες η ταινία δεν είχε λόγο ύπαρξης».
Για τον Γουότερς το «The Wall» ήταν ένα επώδυνο στη σύνθεση και εκτέλεση άλμπουμ, μια συρραφή από προσωπικές του εμπειρίες. Τα σπέρματά του βρίσκονται σε ένα οδυνηρό επεισόδιο. Το 1977, καθώς ολοκλήρωναν την περιοδεία τού «Animals», στην τελευταία συναυλία στο Μόντρεαλ ένας θεατής ανέβηκε στη σκηνή και πιάστηκε στα χέρια με τον Γουότερς. Από εκείνη τη στιγμή, όπως έλεγε, γεννήθηκε η ιδέα να γράψει ένα άλμπουμ για την αλλοτρίωση ενός αστέρα της μουσικής βιομηχανίας. «Τότε διαπίστωσα ότι ανάμεσα σε εμάς και το κοινό μας υψώθηκε ένας τοίχος και αυτό οφείλεται στην αλαζονεία και την απληστία μας».
Το διπλό άλμπουμ «The Wall», που κυκλοφόρησε το ,79 και αποτελεί ένα από τα ιστορικά άλμπουμ της ροκ σκηνής, ήταν η προσωπική του εξομολόγηση για την αποξένωσή του από το κοινό. Παράλληλα, όμως, ήταν και μια σχεδόν αυτοβιογραφική διήγηση για τη σχέση του με τη μητέρα του, την παράνοια του εκπαιδευτικού συστήματος -μια κρεατομηχανή που μετατρέπει τα παιδιά σε άβουλα πλάσματα-, την προδοσία της πρώην γυναίκας του, αλλά και τη σύγκρουσή του με την αδηφάγο μουσική βιομηχανία.
Γράφοντας το σενάριο ο Γουότερς διάνθισε την ιστορία της πορείας προς την παραφροσύνη και με άλλες σκηνές. Έτσι, το ξύρισμα των φρυδιών του Πινκ αναφέρεται στον Σιντ Μπάρετ, τον παλιό του σύντροφο, που κατέληξε να περιφέρεται στα ψυχιατρικά ιδρύματα και πέθανε πρόσφατα. Ενώ η μανία του Πινκ, που καταστρέφει το δωμάτιο του ξενοδοχείου, είναι εμπνευσμένη από ανάλογα περιστατικά με πρωταγωνιστές τούς Led Zeppelin.
Κάπως έτσι η σύγκρουσή του με τον Πάρκερ, που ουσιαστικά κινηματογράφησε την πορεία ενός δημιουργού προς την κατάθλιψη, ήταν αναπόφευκτη. «Ο Πινκ δεν είναι ένας καταθλιπτικός ροκ αστέρας σε παρακμή», είχε πει το 2005 ο Γουότερς καθώς ετοίμαζε το ανέβασμα του «The Wall» στο Μπρόντγουεϊ. «Γι' αυτό ήθελα να φωτίσω τις άλλες πλευρές του χαρακτήρα του. Ο Πινκ στην ταινία δεν ήταν ελκυστικός, ούτε καταλάβαινες την εσωτερική του διαμάχη. Κι αν δεν το καταλάβαινες η ταινία δεν είχε λόγο ύπαρξης».