Περί Ελληνικού Ρόκ
Αν ήθελε κάποιος να γράψει οποιαδήποτε ιστορία θα έπρεπε πρώτα να αναζητήσει και να μελετήσει τη σχετική βιβλιογραφία, έπειτα να ερευνήσει σε αρχειακές συλλογές και τέλος, αν το θέμα αφορά τη σύγχρονη ιστορία, να προχωρήσει σε επιτόπια έρευνα συλλέγοντας προφορικές μαρτυρίες. Αν αντίθετα επιχειρήσει κάποιος να γράψει την ιστορία της ελληνικής ροκ, θα έπρεπε να ξεκινήσει... ανάποδα, δηλαδή από την έρευνα πεδίου. Ποιος είναι όμως ο «τόπος» της ροκ; Η ροκ ως κουλτούρα της δυτικής νεολαίας βρίσκεται εντός, εκτός κι επί τα αυτά της βιομηχανικής κοινωνίας και της μαζικής διασκέδασης ή μάλλον αποτελεί το ηττημένο αντάρτικο ενάντια στην εμπορευματοποιημένη κουλτούρα, η δε ήττα του αποτελεί και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ροκ μουσικής ως κινήματος αμφισβήτησης. Σήμερα μιλάμε για ροκ μουσική βιομηχανία. Τα λίγα αναμμένα καρβουνάκια στις στάχτες της πυρκαγιάς που συνεπήρε τρεις τουλάχιστον γενιές, αυτές του '60, του '70 και του '80, συντηρούν ελάχιστες παρέες πιτσιρικάδων που ακόμη βγαίνουν για να ουρλιάξουν ή να φτύσουν τον κόσμο των γονιών τους «μέσα απ' τα μικρόφωνά τους». Οι υπόλοιποι ονειρεύονται να γίνουν σταρ μέσα απ' το fame story...
Το ερώτημα πότε γεννήθηκε η ελληνική ροκ μουσική σκηνή θα έπρεπε ίσως να διατυπωθεί διαφορετικά. Δεν πρόκειται για γέννα αλλά για εισαγωγή ξένων προτύπων και προσαρμογή τους στις ανάγκες της ελληνικής νεολαίας. Το ραδιόφωνο έπαιξε στη δεδομένη στιγμή το ρόλο της προξενήτρας και οι επιχειρηματίες πρόσφεραν τις αίθουσες χορού για να ασκούν οι γόνοι των ελλήνων μεσοαστών τις επιδόσεις τους στο ροκ εν ρολ. Είμαστε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '50 και στις αρχές της δεκαετίας του '60 όταν τα λαϊκά στρώματα οδηγεί στη δια των τοιούτων παθημάτων κάθαρση ο Καζαντζίδης ενώ στη Βρετανία το ήδη χαζουχαρούμενα μικροαστικό ροκ εν ρολ αναλαμβάνουν να ριζοσπαστικοποιήσουν τα τέσσερα σκαθάρια από το βιομηχανικό Λίβερπουλ. Τη θέση των λαδωμένων τσουλουφιών με τις μυτερές φαβορίτες θα πάρουν τα μαλλιά, τα γυαλιά και τα χαϊμαλιά και η δυτική νεολαία θα στραφεί στην Άπω Ανατολή για να αναζητήσει πρότυπα ενάντια στο βιομηχανικό πολιτισμό Λίβερπουλ, τον Πειραιά, στην Τρούμπα και το Πέραμα οι ανάγκες είναι διαφορετικές: η ανατολή είναι κοντά, ή μάλλον περίπου μέσα μας, και το πάντρεμα με τη δύση έχει ήδη από χρόνια δώσει το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι: το ελληνικό μπλουζ. Ωστόσο, το εγχείρημα των Σκαθαριών δεν θα αφήσει ασυγκίνητη την ελληνική νεολαία. Θα συναντήσει όμως δύο ορκισμένους εχθρούς: η αριστερά θα σταθεί κριτικά απέναντι στον «αμερικανικό τρόπο ζωής» την ώρα που ο ελληνικός αστισμός καταδιώκει και στιγματίζει τους «γιεγιέδες». Οι τελευταίοι προέρχονται βασικά από τους επαναστατημένους γόνους των μεσοαστών αλλά είναι γεγονός ότι μας διαφεύγει η χρονική στιγμή της κρίσιμης καμπής, της στροφής από τις πίστες της ελληνικής ποπ στο ροκ του μέλλοντός μας.
Να ήταν η ματαίωση της συναυλίας των «επικίνδυνων αναρχικών» Ρόλινγκ Στόουνς; Να ήταν οι ανήσυχες αναζητήσεις μερίδας των Λαμπράκηδων; Ή μήπως απλώς η ύπαρξη κάποιων νέων με ξένες επιρροές που οι δρόμοι τους ακολουθούσαν υπόγειες διαδρομές; Το σίγουρο είναι πως η γέννηση, γιατί εδώ πρόκειται για πραγματικό τοκετό, της ελληνικής ροκ ως μουσικής έκφρασης της κοινωνικής ρήξης με κάθε εξουσία (κρατική, κομματική, οικογενειακή), θα πρέπει να αναζητηθεί στα χρόνια της δικτατορίας ως δημιουργική εξέλιξη του «νέου κύματος» και της κουλτούρας της μπουάτ κι αφορά μεμονωμένες πρωτοπορίες κι όχι ένα κίνημα. Στην Ελλάδα δεν έχουμε Μάη του '68, ή μάλλον θα έπρεπε να περιμένουμε ως τις καταλήψεις του '79 για να υποψιαστούμε περί τίνος επρόκειτο. Στην Ελλάδα έχουμε λοιπόν την εθνοσωτήριο και τα κλαρίνα της. Για να γεννηθεί η ελληνική εκδοχή της ροκ λοιπόν, έπρεπε πρώτα να κατεβεί με «Φορτηγό» από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα η μουσική και στιχουργική ιδιοφυΐα του Νιόνιου. Ύστερα εμφανίζονται ως διάττοντες αστέρες για να διαπρέψουν κατόπιν στην ξενιτιά, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους ο καθένας, κάποιες άλλες μουσικές πρωτοπορίες, όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Λουκάς Σιδεράς και ο Ντέμης Ρούσος που έφτιαξαν τα «Παιδιά της Αφροδίτης» (Aphrodites' Child) και τον εκπληκτικό τους δίσκο «666», το πρώτο πάντρεμα της ροκ με την ελληνική δημοτική μουσική παράδοση. Την ίδια περίοδο ο Σαββόπουλος θα συναντηθεί με άλλα ταλέντα, τα «Μπουρμπούλια» για να δώσει δύο από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών: «Το περιβόλι του τρελού» και τη «Μαύρη Θάλασσα» ενώ λίγο αργότερα ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης της ηλεκτρικής κιθάρας στην Ελλάδα, ο Γιάννης Σπάθας, θα συναντηθεί με τον Αντώνη Τουρκογιώργη για να συστήσουν το πρώτο ελληνικό συγκρότημα της σκληρής ροκ, τους Socrates drunk the conium. Σαββόπουλος και Σώκρατες θα συναντηθούν στο «Κύτταρο» της οδού Ηπείρου, για ν' αποτελέσουν δύο διακριτές όσο και αντιπαρατιθέμενες δημιουργικές τάσεις: της πολιτικοποιημένης συνέχειας του νέου κύματος ο πρώτος, της εκκωφαντικής δεξιοτεχνίας οι δεύτεροι. Πρωτότυπος, διεισδυτικός και δημιουργικός ο μεγαλύτερος ποιητής της Μεταπολίτευσης, Νιόνιος, πιστοί στα ξένα πρότυπά τους, ακόμη και στον ξένο στίχο στον οποίο εκφράζονται(;) οι δεύτεροι. Τον... τρίτο δρόμο θα τον επιχειρήσει ο Βλάσης Μπονάτσος με τους «Πελόμα Μποκιού», εκφραστής της ανέμελης και χαζοχαρούμενης διασκέδασης, συνεχιστής μάλλον των "Poll" και των "Idols" της προηγούμενης δεκαετίας, γι' αυτό και οι οπαδοί τους θα τρώνε τα γιαούρτια των σκληροπυρηνικών οπαδών των Σώκρατες.
Η Ελλάδα βγαίνει από το γύψο της δικτατορίας μεταμορφωμένη. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου μεταβλήθηκε σε μύθο, που θέλει τη φοιτητική νεολαία παιδιά του λαού, ν' ακούν αντάρτικα και «πολιτικό» τραγούδι, όταν πλέον τα «παιδιά του Πειραιά», όταν δεν ακούνε Μενιδιάτη και Ρίτα Σακελαρίου, τραγουδούν για την «γλυκιά πατρίδα Αλαμπάμα» ενώ χιλιάδες μαθητές κάνουν όλη τη βδομάδα οικονομία στο χαρτζιλίκι τους για έναν δίσκο των Ντηπ Περπλ, των Μπλακ Σάμπαθ, των Ντορς, των Τζέθρο Ταλ και των Πινκ Φλόιντ και φυσικά των Λίναρντ Σκίναρντ και όλης της αμφιλεγόμενης παρέας του αμερικάνικου νότου.
Η ελληνική ωστόσο ροκ θα επιμείνει βασικά στη βίαια διακομμένη απ' τη δικτατορία δεκαετία του '60: στους Στόουνς και το ρυθμ εν μπλουζ. Η εγχώρια εκδοχή τους δεν θα έχει τίποτα από τη λάμψη των προτύπων τους, αντίθετα θα κραυγάζει μέσα στο μισοσκόταδο μικρομάγαζων με αποπνικτική ατμόσφαιρα, απαίσιο ήχο και ηλεκτρισμένο κοινό. Έτσι την ίδια ώρα που η Φαραντούρη γέμιζε στάδια, τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα θα συνωστίζονται σε δωμάτια πλακιώτικων σπιτιών, τα πρώτα ροκ στέκια. Με κυλιόμενες πέτρες λοιπόν θα ροκάρουν ο Πουλικάκος, η Σπυριδούλα, ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα, ο Σταύρος Λογαρίδης, ο Γιώργος Πιλάλας, κι ο Νικόλας ’σιμος που μαζί με την τρέλα τους θα διαμορφώσουν το χώρο συνάντησης μιας όλο και πιο απαιτητικής ροκ νεολαίας. Κι αν οι παραπάνω αποτελούσαν την αθώα λίγο πολύ παιδική ηλικία της ελληνικής ροκ, με το χιούμορ να την καθιστά ανατρεπτικά αυτοσαρκαζόμενη και σαρκαστικά ανατρεπτική, ήρθε η τρυφερή φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου για να θυμίσει πως το ροκ δεν είναι παιδί των λουλουδιών, αλλά άνθος του κακού. Μηδενιστικό και απαισιόδοξο, τρυφερό και βίαιο, οργισμένο και ηττοπαθές το «Φλου» αποτέλεσε επιτέλους έναν καλό ελληνικό ροκ δίσκο. Ακολουθώντας τη μοίρα των τριών «J» (Janis Joplin, Jimmy Hendrix, Jim Morison) προτύπων τους, ο Παύλος κι ο Νικόλας Άσιμος θα γίνουν οι αθάνατοι έλληνες ροκ ήρωες, πολύ γρήγοροι για να ζήσουν, πολύ μικροί για να πεθάνουν, από ηρωίνη ο πρώτος, με μια θηλιά στο λαιμό ο δεύτερος.
Στα τέλη της δεκαετίας του '70 έχει πια διαμορφωθεί η ελληνική ροκ σκηνή, με στέκια, συναυλίες και χιλιάδες οργισμένους οπαδούς, τα περίφημα «φρικιά», αδύνατο να ενταχθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του κομματικού κράτους και της εμπορικής διασκέδασης της ντίσκο ή του σκυλάδικου. Χουλιγκάνοι με μακριά μαλλιά και αμάνικο τζην μπουφάν με τη σημαία του αμερικανικού νότου κεντημένη στην πλάτη οι νέοι προλετάριοι των πόλεων εκστασιάζονται το ίδιο με το Smoke on the water και τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας. Είναι η εποχή που οι «αυτόνομοι» στα πανεπιστήμια νικούν στις συνελεύσεις την ΚΝΕ και δημιουργούν το επικό κίνημα των καταλήψεων του '79.
Γίνονται και οι πρώτες συναυλίες ξένων ροκ συγκροτημάτων που κατά κανόνα αρχίζουν και τελειώνουν με σύγκρουση με την αστυνομία που υποψιαζόταν για πρόκληση σε στάση ακόμα και τους... συνονόματούς της, τους Police του Στινγκ μετατρέποντας το χώρο γύρω από το φιλόξενο γήπεδο του Σπόρτινγκ σε πεδίο μάχης.
Ο ήχος της ελληνικής ροκ από τη μια παρέμενε συντηρητικά πιστός στα πιο καθαρόαιμα αμερικανικά πρότυπα και από την άλλη εμφανίζεται συχνά παντρεμένος με στοιχεία από τη δημοτική και λαϊκή μουσική παράδοση. Δεν είναι μόνο ο Σαββόπουλος, είναι και οι Σώκρατες με το "Φως". Ακόμη και το πρώτο ελληνικό συγκρότημα μεταλλικού ροκ, το εύγλωττο «Βαβούρα Μπαντ», θα παρουσιάσει στις συναρπαστικά καταστροφικές συναυλίες του, μικρά αριστουργήματα ηπειρώτικης... σκληρής μεταλλικής ροκ μουσικής!
Η νέα δεκαετία είναι η δεκαετία της ωριμότητας αλλά και των διλημμάτων για την ελληνική ροκ: νέα συγκροτήματα με καλύτερο ήχο, καλύτερους στίχους, καλύτερες συνθέσεις βρίσκουν ευκολότερα συναυλιακούς χώρους και στούντιο για ηχογραφήσεις, που δεν κάνουν πια την ηλεκτρική κιθάρα ν' ακούγεται σαν τενεκές και το μπάσο σαν κομμένη εξάτμιση. Ταυτόχρονα παλιότεροι καλλιτέχνες υιοθετούν τον όχι πια και τόσο νέο ήχο της ροκ και αναβαφτίζονται σ' αυτήν: Οι «Φατμέ», ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Λάκης (με τα Ψηλά Ρεβέρ) Παπαδόπουλος, ο Νίκος Ζιώγαλας, οι αδελφοί Κατσιμίχα, οι «Τερμίτες» και οι «Μουσικές Ταξιαρχίες», ξεχωρίζουν ανάμεσα τους καινούργιους ενώ ο Παπακωνσταντίνου και ο Κηλαϊδόνης ανάμεσα στους παλιούς διαμορφώνουν μια καινούρια σκηνή που φέρνει το ροκ από τα υπόγεια και σκοτεινά δωμάτια στα μικροαστικά σαλόνια των... μη προνομιούχων. Η ελληνική αριστερά και ειδικά η ευρωαριστερή εκδοχή της έχει επιτέλους αποδεχτεί και εν μέρει υιοθετεί τη ροκ κουλτούρα, προσφέροντας πολιτική στέγη στα σταλινοφρικιά ενώ το ΠΑΣΟΚ ήδη στην εξουσία, ιδρύοντας το Υφυπουργείο Νέας Γενιάς επενδύει στη νεολαιίστικη κουλτούρα. Τα ΜΑΤ και το ξύλο στους χώρους συναυλιών, το συνηθισμένο σκηνικό της προηγούμενης δεκαετίας, θα επαναληφθεί και τώρα, μόνο που η «αλλαγή» συνδυάζει το μαστίγιο των επιχειρήσεων «Αρετή» με το καρότο των παροχών προς τη νεολαία, αρκεί η τελευταία να μην αντιδρά.
Ο δρόμος προς την εμπορευματοποίηση, την ενσωμάτωση και την αδρανοποίηση της ελληνικής ροκ έχει ήδη ανοίξει. Το ροκ γίνεται της μόδας όπως και η ανώδυνη αμφισβήτηση: «έγινε της μόδας η αναρχία, φρίκεψε και η κουτσή Μαρία» θα γράψει κάποιος σ' έναν τοίχο, την επιφάνεια που ήδη φιλοξενεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της αντεξουσιαστικής... λογοτεχνίας της εποχής.
Στην πατρίδα του ροκ οι εξελίξεις είχαν οδηγήσει είτε στην πανκ ροκ είτε στις πιο ακατέργαστες εκδοχές του σκληρού μεταλλικού ροκ επαναφέροντας τη ροκ κουλτούρα στις προλεταριακές και ανατρεπτικές της ρίζες. Σ' αυτό το ρεύμα, και μάλιστα στην πιο πολιτικοποιημένη εκδοχή του, θα αναζητήσουν πρότυπα, νέα δυναμικά ελληνικά συγκροτήματα: στους Gang of Four οι «Τρύπες», στους Stiff Little Fingers οι «Εκτός Ελέγχου», στους Clash το «Σύνδρομο», στους Dead Kennedys, οι «Γκούλαγκ». Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι αυτό το ρεύμα της ελληνικής προλεταριακής πανκ γεννήθηκε στη "φτωχομάνα" Σαλονίκη. Κι αν τα παραπάνω ονόματα δεν λένε τίποτα στους περισσότερους με την εξαίρεση των «Τρυπών», αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξαν λιγότερο αξιόλογοι. Απλώς στάθηκε αδύνατο να μεταλλαχτούν σε εύπεπτα λαμέ φρικιά. Στην ίδια σκηνή της Θεσσαλονίκης ανήκουν και τα εκπληκτικά «Μωρά στη φωτιά» καθώς και η χαζοχαρούμενη μετεξέλιξή τους στα «Ξύλινα σπαθιά» και τα λειωμένα παγωτά τους. Έτσι ο κύκλος κι αυτού του ρεύματος, θα κλείσει άδοξα μέσα στην εφήμερη... δόξα και το πρόσκαιρο κέρδος για να κλείσει μαζί του κι η σύντομη αλλά συναρπαστική ιστορία του ελληνικού ροκ. Η απώλεια της χαμένης μυσταγωγίας των συναυλιών με τα άθλια ηχητικά και το διψασμένο για ηλεκτρική κιθάρα και οργιαστικά τύμπανα κοινό είναι πια οριστική. Αυτό που μένει είναι η επαγγελματική παραγωγή - κάποτε και ποιοτικών - δίσκων με ροκ στοιχεία. Η «Ενδελέχεια», ο Μανόλης Φάμελος με τους «Ποδηλάτες» του, κ. ά. μα πάνω απ' όλα οι «Πυξ λαξ» κράτησαν τη δεκαετία του '90 την ελληνική ροκ στα γνώριμα μονοπάτια του ρυθμ εν μπλουζ και του σκληρού μα τρυφερού ταυτόχρονα ροκ ήχου πριν διαλυθούν κι αυτοί όπως τόσοι άλλοι αυθεντικοί ροκάδες ηττημένοι από την ίδια τους την ηττοπάθεια, εξαρτημένοι από την ίδια τους την εξάρτηση. Το τέλος επιβεβαιώνουν κι οι δεκαεξάρηδες του σήμερα που μη έχοντας σύγχρονα πρότυπα ανακαλύπτουν ξανά τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τις Τρύπες, τον Παπακωνσταντίνου και τον Πανούση.
Σήμερα την ανάγκη σύγχρονης μουσικής
έκφρασης της νεολαίας που ζητά να βγει από την τηλεοπτική μιζέρια της
κι αντιδρά οργισμένα καλύπτουν άλλες παρέες με άλλους κώδικες, κι αυτούς
εισαγόμενους αλλά προσαρμοσμένους
στην ελληνική ιδιαιτερότητα. Στίχοι σαν τους παρακάτω είναι οπωσδήποτε
ροκ μόνο που είναι επενδυμένοι με το μονότονο και ηλεκτρονικό ήχο του
χιπ χοπ της σύγχρονης μαύρης αμφισβήτησης, αφού η κάθε τρελοπαρέα μπορεί
πια μ' έναν υπολογιστή κι ένα μικρόφωνο να γράψει μουσική και να
παράξει έναν ψηφιακό δίσκο. Αρκεί να έχει ψυχή και δύναμη να την
εξωτερικεύσει. Όπως οι «Άκτιβ Μέμπερ» που από της ανεργίας και της
περιθωριοποίησης το Πέραμα βρήκανε «πέρασμα απρόοπτο εκτός σεναρίου» και
καταλάγιασε για λίγο ο θυμό τους και ξαναφτύνουνε «στα μούτρα αυτού του κόσμου του αστείου φωτιά μέσα απ' τα σωθικά και το μικρόφωνό» τους ως γνήσιοι ροκάδες δηλαδή. Κάπως έτσι θα ήταν μια σύντομη ιστορία της ελληνικής ροκ
σκηνής. Αν επιχειρούσα όμως να τη γράψω στ' αλήθεια θα έπρεπε να
ξαναζήσω μια εφηβική ιστορία, δική μου ή άλλων, δεν έχει σημασία, γεμάτη
άγριες παρέες, χοντρές πλάκες, αποβολές για μαλλιά και σκουλαρίκια,
κόντρες με μηχανές, σπασμένες βιτρίνες, νεκρούς από ηρωίνη, σκληρές και
τρυφερές μαζί φωνές στο μικρόφωνο, μαύρα ρούχα, μαύρα γυαλιά, κόκκινο
φουλάρι, σημαδεμένα μπράτσα, μοναχικούς χορούς και ηλεκτρισμένα πλήθη
στις κερκίδες, κιθάρες Stratocaster και Gibson, ερωτικές απογοητεύσεις,
κονκάρδα στο πέτσινο μπουφάν με τον Σιντ Βίσιους, ιδρωμένα κορμιά,
επεισόδια με την αστυνομία, μπίρα από μπουκάλι, ουρλιαχτά, μικροφωνισμούς, πειρατικούς σταθμούς με αφιερώσεις. Ή μάλλον θα τα
πετούσα όλα αυτά για να κρατήσω μόνο το πικ απ και τους δίσκους από
βινύλιο, γιατί πέρα από τις εικόνες, τους μύθους και τα αμφιλεγόμενα
πρότυπά της, γιατί πέρα από τον εισαγόμενο ατομισμό και αμοραλισμό της, αλλά και τον αυθεντικό ρομαντισμό της η ελληνική ροκ είναι στίχοι και μουσική.
Σας αφήνω λοιπόν και βάζω στο τέρμα την κιθαριστική εισαγωγή από τα
«Χαιρετίσματα στην εξουσία». Έτσι «κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι».
(Το παραπάνω κείμενο είναι αναδημοσίευση απo:
http://www.greeklanguage.gr/fryktories/modules.php?name=News&file=article&sid=163)