"Ξανά σαν κόκκινο μπαλόνι που πετάει, ανάμεσα στου κόσμου τις βλαστήμιες"
Κάνοντας
μια βόλτα στις γειτονιές της Αθήνας στα τέλη της δεκαετίας του ‘70,
άκουγε κανείς να ξεπηδάνε από τα ημιυπόγεια των σπιτιών μουσικές από
ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσα και τύμπανα, και κάτι περίεργες φωνές εφήβων
να τραγουδάνε Rolling Stones, Doors και Bob Dylan. Ήταν το γκρουπάκι της
γειτονιάς! Με άλλα λόγια, η απογευματινή συνάντηση για “πρόβα” της
παρέας που στα χρόνια της μεταπολίτευσης είχε βρει τον τρόπο να εκφράζει
τις εφηβικές της ανησυχίες μέσω της αμερικάνικης μουσικής παραγωγής,
σνομπάροντας τον “Θεοδωράκη του μπαμπά” και δοκιμάζοντας ακόρντα και
ήχους που δε διδάσκονταν στα ωδεία. Κάθε γειτονιά είχε και το γκρουπάκι
της. Ατελείωτες πρόβες για να μιμηθούν όσο πιο πιστά γίνεται τον ήχο των
ξένων συγκροτημάτων, ατέρμονες συζητήσεις για να βρεθεί το καλύτερο
όνομα για το γκρουπ και αγωνία πριν από κάθε ζωντανή εμφάνιση στο
προαύλιο του σχολείου ή στο πνευματικό κέντρο του Δήμου.
Εκείνη ακριβώς την εποχή, στη Νέα Σμύρνη, μια παρέα φίλων ανεβάζει αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις συνοδευόμενες από ζωντανή μουσική σε μικρούς χώρους και Πνευματικά Κέντρα. Τα σκετσάκια επενδύονται με μουσική που γράφει και τραγουδάει η 9μελής παρέα, ενώ όσο περνάει ο καιρός, τα θεατρικά δρώμενα δίνουν τη θέση τους αποκλειστικά στη μουσική. Η παρέα αυτή αποτελούνταν από τους: Νίκο Πορτοκάλογλου, Χάρη Καβαλλιεράτο, Γιώργο Φιλιππάκη, Οδυσσέα Τσάκαλο, Αργύρη Αμίτση, Μιχάλη Μουστάκη, Γιάννη Κερκύρα, Νίκο Μηλιώνη και η Ιωάννα Τσακάλου. Σύντομα το γκρουπ διαλύεται και από τη διάσπασή του δημιουργούνται οι ΦΑΤΜΕ και οι ΧΑΝΟΜΑΙ ΓΙΑΤΙ ΡΕΜΒΑΖΩ.
Εκείνη ακριβώς την εποχή, στη Νέα Σμύρνη, μια παρέα φίλων ανεβάζει αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις συνοδευόμενες από ζωντανή μουσική σε μικρούς χώρους και Πνευματικά Κέντρα. Τα σκετσάκια επενδύονται με μουσική που γράφει και τραγουδάει η 9μελής παρέα, ενώ όσο περνάει ο καιρός, τα θεατρικά δρώμενα δίνουν τη θέση τους αποκλειστικά στη μουσική. Η παρέα αυτή αποτελούνταν από τους: Νίκο Πορτοκάλογλου, Χάρη Καβαλλιεράτο, Γιώργο Φιλιππάκη, Οδυσσέα Τσάκαλο, Αργύρη Αμίτση, Μιχάλη Μουστάκη, Γιάννη Κερκύρα, Νίκο Μηλιώνη και η Ιωάννα Τσακάλου. Σύντομα το γκρουπ διαλύεται και από τη διάσπασή του δημιουργούνται οι ΦΑΤΜΕ και οι ΧΑΝΟΜΑΙ ΓΙΑΤΙ ΡΕΜΒΑΖΩ.


Την
εποχή της “Αλλαγής”, όταν οι ροκάδες αμφισβητούσαν οτιδήποτε ελληνικό
και οι νεολαίες των κομμάτων «ανακάλυπταν» το ρεμπέτικο, ένα συγκρότημα
με το παράξενο όνομα Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω σκαλίζει τραγούδια σαν τους
παλιούς κανταδόρους, μελαγχολικά και παιχνιδιάρικα. Με κιθάρες, φλάουτο,
μαντολίνο, ακορντεόν και κόρνο, ο ήχος τους έχει κάτι από τη φρεσκάδα
των εφηβικών πειραματισμών της περασμένης δεκαετίας. Οι Χάνομαι Γιατί
Ρεμβάζω δεν ξεχνάνε τη μουσική τους καταγωγή: συνεχίζουν να παίζουν
μουσική όπως έπαιζαν και στη γειτονιά, ενοχλώντας το γείτονα τις ώρες
της κοινής ησυχίας και γελώντας κρυφά με τα καινούργια καμώματα που
σκαρφίστηκαν για να κλέψουν λίγο χρόνο από το διάβασμα και να
συναντηθούν να παίξουν μουσική. Τι κι αν από τη γειτονιά της Νέας
Σμύρνης βρέθηκαν στα studio δισκογραφικής εταιρείας και έβγαλαν τον
πρώτο τους δίσκο; Όλα ξεκίνησαν σαν ένα παιχνίδι, κι έτσι συνέχισαν.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1983, βγάζουν το δεύτερο δίσκο τους με τίτλο «Πλάγια λόγια». Η σύνθεση του συγκροτήματος αλλάζει μετά την αποχώρηση του Μιχάλη Μουστάκη (ο οποίος όμως συμμετέχει στο δίσκο μαζί με την Χέλγκα Γιαννούλα και τον Κώστα Θωμαϊδη) και προστίθεται η Barbara Sauter.
Το συγκρότημα παίρνει πια την οριστική του μορφή και βουτάει ακόμα πιο
βαθιά στο παιχνίδι που έχει ξεκινήσει. Τραγούδια άλλοτε προσωπικά και
άλλοτε σκωπτικά, με την υπόγεια μελαγχολία που αφήνει η θέα ενός άδειου
τραπεζιού μετά από ένα ξέφρενο φαγοπότι, οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω
πλάθουν τραγούδια της παρέας. Της δικής τους παρέας. Κι αρχίζει σιγά –
σιγά να απλώνει η φήμη αυτού του συγκροτήματος που δεν ακολουθεί τη μόδα
της εποχής του, αλλά δημιουργεί τραγούδια αληθινά, με δική τους
ταυτότητα και χρώμα. Αξίζει στο σημείο αυτό, να σημειώσω πως σε κανέναν
από τους δύο πρώτους δίσκους του συγκροτήματος δεν αναφέρεται ποιος
γράφει τη μουσική και τους στίχους στα τραγούδια! (αναφέρονται μόνο τα
ονόματα όσων έχουν γράψεις στίχους, αλλά δεν ανήκουν στο συγκρότημα).
Μένει λοιπόν η εντύπωση ότι τα τραγούδια είναι αποτέλεσμα συλλογικής
εργασίας, όχι μόνο στο επίπεδο της εκτέλεσης, αλλά και της δημιουργίας.
Η φήμη τους έμελλε να απλωθεί περισσότερο το 1985, όταν η Δήμητρα Γαλάνη
ηχογραφεί το δίσκο που έφερε το όνομά τους. Στο εξώφυλλο η Δήμητρα
Γαλάνη ποζάρει ως άλλη Μαφάλντα και πάνω δεξιά, μέσα σε εισαγωγικά, το
όνομα του συγκροτήματος που ουσιαστικά έπαιζε και συμμετείχε στο δίσκο
με 4 τραγούδια. Τα υπόλοιπα τραγούδια ήταν από διάφορους συνθέτες με
τους οποίους είχε συνεργαστεί κατά καιρούς η Δήμητρα Γαλάνη: Σταμάτης
Κραουνάκης, Χρήστος Νικολόπουλος, Μάνος Λοϊζος, κ.α. Αν και στη
συγκεκριμένη δουλειά οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω δεν έχουν τον πρώτο λόγο,
τα 4 τραγούδια που έγραψαν ταίριαξαν απόλυτα με το συνολικό ύφος του
δίσκου. Ανάμεσα σε τραγούδια που ερμήνευσε η Δήμητρα Γαλάνη και έγιναν
αμέσως γνωστά, όπως το «Μου ‘ταξες ταξίδι να με πας» και «Τίποτ’ άλλο»,
ξαφνικά ακούει κανείς μια παρέα να τραγουδάει για την «Ελενίτσα την
κολυμβήτρια» και για κάποια «Τώνια», με αφέλεια και παιχνιδιάρικη
διάθεση απόλυτα εναρμονισμένη με την όλη αισθητική του δίσκου.
Παράλληλα, είναι η πρώτη φορά που αναγράφεται το όνομα του δημιουργού
των τραγουδιών (τη μουσική και τους στίχους υπέγραφε ο Γιώργος
Φιλιππάκης, και σε ένα τραγούδι τους στίχους η Λίνα Νικολακοπούλου).
Φτάνουμε
στα 1988, μια χρονιά καθοριστική για το συγκρότημα. Είναι η χρονιά που
οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω βρίσκουν δισκογραφική «στέγη» στην εταιρεία του
Μάνου Χατζιδάκι, τον Σείριο. «Τα παροίνια» είναι ο δίσκος που βρίσκει το συγκρότημα στην πιο ώριμη φάση του. Αρχίζουν για πρώτη φορά και μελοποιούν ποιήματα (Ομάρ Καγιάμ, Λι Τάι Πο), ενώ σε τρία τραγούδια τους στίχους υπογράφει ο Βασίλης Νικολαϊδης.
Ο ήχος τους εμπλουτίζεται. Το κάθε τραγούδι αφηγείται και μια
διαφορετική ιστορία, αλλά και ολόκληρος ο δίσκος αποτελεί έναν ενιαίο
κύκλο τραγουδιών. Οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω “διονυσιασμένοι”, ζαλισμένοι
από το κρασί, τραγουδούν γύρω από ένα τραπέζι τις καντάδες τους και
προσκαλούν όποιον περαστικό μπορεί να νιώσει την υπόγεια μελαγχολία των
τραγουδιών τους. Στα περισσότερα τραγούδια τη μουσική υπογράφει ο Χάρης
Καβαλλιεράτος και σε δύο ο Γιώργος Φιλιππάκης. Την ίδια περίοδο, παίζουν
ζωντανά τα τραγούδια τους στη μουσική σκηνή του Μάνου Χατζιδάκι, τον
Σείριο, σε ένα πρόγραμμα με τον γενικό τίτλο «Ο Σείριος παρουσιάζει»,
όπου εναλλάσσονται συγκροτήματα, συνθέτες και τραγουδιστές, από τη
Δήμητρα Γαλάνη και την Χάρις Αλεξίου, μέχρι τους Κατσιμίχα και τον Φοίβο
Δεληβοριά.
Την επόμενη χρονιά βγάζουν στον Σείριο τον δίσκο «Τα εγκαίνια».
Ένα καλοκαιρινό αεράκι περνάει ανάμεσα από τα τραγούδια του δίσκου και
ανακατεύεται με το άρωμα του ούζου και του μεζέ απάνω στο τραπέζι. Οι
Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω σκορπάνε τα τραγούδια τους πάνω στα βότσαλα που
σκάει το κύμα. Μικρής διάρκειας τα περισσότερα τραγούδια, ντυμένα με
υπέροχες μουσικές, παιχνιδιάρικη διάθεση (όπως πάντα!), σαν να μας
κλείνουν με νάζι το μάτι και να μας καλούν σε μια ακόμα γιορτή τους.
Μέσα στο δίσκο εκτός των άλλων, βρίσκουμε μελοποιημένο ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αλλά και το «Μεθυσμένο καράβι» του Αρθούρου Ρεμπώ.










Μπορεί η παρουσία των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω στη δισκογραφία να μην είναι πολύ τακτική, τα διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στις εργασίες που εκδίδουν να είναι κάποιες φορές αρκετών ετών και οι ζωντανές εμφανίσεις τους να μην είναι πολύ συχνές, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν παίζουν μουσική. Ίσως είναι το μοναδικό ελληνικό συγκρότημα που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άντεξε όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να διαλυθεί, χωρίς να ακολουθήσει το κάθε μέλος του διαφορετική πορεία όπως συμβαίνει συνήθως. Είναι πάρα πολλά τα παραδείγματα συγκροτημάτων που δεν άντεξαν στο χρόνο (Φατμέ, Μουσικές Ταξιαρχίες, Τρύπες, Τερμίτες, Δυνάμεις του Αιγαίου, Συνήθεις Ύποπτοι, κ.α.), με εξαίρεση τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω (καθώς επίσης και τους Χειμερινούς Κολυμβητές, μια επίσης ιδιαίτερη περίπτωση ελληνικού συγκροτήματος που αντέχει ακόμα)! Οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω ξεκίνησαν σαν μια παρέα εφήβων που βασική τους ανάγκη ήταν να μαζευτούν να παίξουν μουσική και έτσι παρέμειναν. Χωρίς βεντετισμούς, χωρίς “πρώτα” ονόματα, χωρίς ανάγκες πέρα της κοινωνίας μέσω του τραγουδιού. Και αυτή τη διάθεση κρατούν μέχρι και σήμερα.