English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014



Πανος Γαβαλας




Γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1926 στο Παγκράτι, 

στην περιοχή της Γούβας. 

Ο πατέρας του ήταν από τη Φολέγανδρο και η μητέρα του από την Ικαρία. 


Η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε στα παιδικά του χρόνια, με μια φυσαρμόνικα που έπαιζε στους προσκόπους, και λίγο μετά με τις χαβάγιες, με τις οποίες έκανε προπολεμικά καντάδες. 

Στα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και βρέθηκε στο τμήμα διασκέδασης, όπου τραγουδούσε τα αγωνιστικά τραγούδια, «Εμπρός ΕΛΑΣ-ΕΛΑΣ για την Ελλάδα…» κ.λ.π. 
Το 1945 άνοιξε τσαγκαράδικο στην Καισαριανή, ενώ, ταυτόχρονα δούλευε και σε μια ταβέρνα που είχε παλιότερα ο πατέρας του στο Παγκράτι. 
Την έκλεισαν όμως, γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος: «μαζεύονταν μέσα αριστεροί». 
Τότε πρωτόπιασε την κιθάρα και με δυο-τρεις φίλους του από την ίδια περιοχή έκανε ένα μικρό συγκρότημα. 
Τα άλλα παιδιά αυτού του πρώτου μικρού συγκροτήματος συνέχισαν κάνοντας μια μικρή καριέρα σε ταβέρνες, ενώ ο Πάνος Γαβαλάς ακολούθησε το λαϊκό τραγούδι. 
Παντρεύτηκε νωρίς, το 1948, με τη Ζωή Μουστάκη, και έναν χρόνο μετά απέκτησαν τον γιο του Γιάννη. Δύσκολες εποχές. 
Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, φτώχεια, ανέχεια. 
Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στην οικογένειά του το πρωί δούλευε τσαγκάρης, ψαράς, κουρέας, ηλεκτροσυγκολλητής και φορτοεκφορτωτής (παλιότερα) και το βράδυ έπαιζε σε μικρά λαϊκά ταβερνάκια. Έτσι πορεύτηκε τα πρώτα χρόνια, δύσκολα, στερημένα, όπως άλλωστε έζησαν και οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνης της γενιάς.
Το 1950 και ο Τσιτσάνης
Παίζοντας κιθάρα, μπουζούκι και τραγουδώντας στο πνεύμα της εποχής ακολούθησε τον δρόμο του λαϊκού τραγουδιού στο οποίο κυριαρχούσαν οι φωνές του Πρόδρομου Τσαουσάκη και του Σταύρου Τζουανάκου. 
Το 1950 βρέθηκε ως μπουζουξής στο πάλκο του κέντρου Φαληρικόν το οποίο -ασκώντας μεταξύ άλλων τότε και το επάγγελμα του ψαρά- προμήθευε με ψάρια. 
Εκεί γνωρίστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος τον πήγε στην Columbia και έπαιξαν μαζί σε κάποιες από τις ιστορικές ηχογραφήσεις με τον Τσαουσάκη, τη Νίνου και την Μπέλλου. 
Για την ιστορία παραθέτω κάποια από τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στα τέλη εκείνης της χρονιάς, στα οποία έπαιξαν μπουζούκια ο Β. Τσιτσάνης με τον Πάνο Γαβαλά. 

Στρώσε μου να κοιμηθώ με τους Τσαουσάκη, Ρ. Ντάλλια, 


Το όνειρο της αδελφής με τους Μαρ. Νίνου, Πρ. Τσαουσάκη, Β. Τσιτσάνη, 


Η αχλάδα έχει πίσω την ουρά της με τους Τσιτσάνη, Πρ. Τσαουσάκη, Ρ. Στάμου, 


Το παράπονο του ξενητεμένου (Σαν απόκληρος γυρίζω) με τη Σωτ. Μπέλλου, 


Μες στο κελί μου ξάγρυπνος με τον Πρ. Τσαουσάκη, 


και άλλα. 

Με τον Βασίλη Τσιτσάνη ξαναμπήκε στην αίθουσα φωνοληψίας της Columbia τον Φεβρουάριο του 1956. Ως τραγουδιστής πλέον, ερμηνεύοντας τις συνθέσεις του Τσιτσάνη ,

Κατάδικος για πάντα και Κέρνα με πόνε, κέρνα με. 


Βαριά τραγούδια, στο πνεύμα της νέας εποχής που ερμηνευτικά διαμορφωνόταν από τις φωνές του Στ. Καζαντζίδη, του Π. Γαβαλά και του Β. Περπινιάδη.

Το ξεκίνημά του στη δισκογραφία ως τραγουδιστής έγινε τον Απρίλιο του 1954 με τα τραγούδια του Κώστα Καπλάνη,

Το άδικο και Ζωή σερέτισσα. 


Τη χρονιά αυτή φωνογράφησε μόνο επτά τραγούδια, τα οποία δεν είχαν την επιτυχία εκείνη που θα τον επέβαλε άμεσα στη δισκογραφία, και έτσι το κλίμα εκ μέρους της εταιρείας δεν ήταν και το καλύτερο απέναντί του. 

Ίσως γι’ αυτό θυμότανε και ανάφερε σε κάποια συνέντευξή του: 
«Τα πρώτα εφτά τραγούδια που είπα σε δίσκο δεν πιάσανε, και με πετάξανε ενάμισι χρόνο έξω από την εταιρεία». 
Το 1955, όμως, ακολούθησαν οι συνεργασίες του με τον Γερ. Κλουβάτο, τον Μπ. Μπακάλη και τον Απόστολο Καλδάρα που αντέστρεψαν κατά κάποιον τρόπο αυτό το εις βάρος του κλίμα. 
Με τον Απόστολο Καλδάρα είχε μια εκτεταμένη συνεργασία, τόσο στους δίσκους όσο και στα κέντρα. 
Το 1955 συνεργάστηκαν μαζί στο κέντρο Θείος, που βρισκόταν στην περιοχή του Βλάχου στα σύνορα Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας και Μεταμόρφωσης, με το συγκρότημα Καλδάρα, Τσαουσάκη και τον Μιχάλη Μενιδιάτη (Καλογράνη) στο ξεκίνημά του. 
Στην περίοδο αυτή, 1955-56, τραγούδησε περί τα δεκατέσσερα τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα, ανάμεσά τους και το χαρακτηριστικό Στάσου στο 14, σε στίχους Κ. Βίρβου, που μαζί με το Σιγανοψιχάλισμα, την πρώτη δική του σύνθεση σε στίχους Χαρ. Βασιλειάδη «Τσάντα», υπήρξαν οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του. 
Έτυχε να ηχογραφηθούν μαζί την ίδια ημέρα, την 1ης Οκτωβρίου 1956, σημαδεύοντας έτσι μια οριακή στιγμή και στροφή της καριέρας του. 
Την εποχή που έκανε το Σιγανοψιχάλισμα έπαιζε σε ένα μαγαζί στου Ζωγράφου που λεγόταν Γαρδένια. Από εκεί ξεκίνησε η ιστορία του τραγουδιού που, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, τον «καταδίκασε». 
Τον καθιέρωσε και τον «καταδίκασε» στην επιτυχία και τον «ανταγωνισμό» στην πρώτη γραμμή του λαϊκού τραγουδιού για 30 χρόνια. 
Μεγάλη επιτυχία και ένα από τα διαχρονικότερα και ομορφότερα τραγούδια της δεκαετίας του ’50.
Με τον Νίκο Μεϊμάρη, που έγραψε τους Γλάρους, γνωρίζονταν από την Καισαριανή, όπου ο Γαβαλάς είχε τσαγκαράδικο. 
Απέναντι, στην άλλη γωνία, ο Νίκος Μεϊμάρης είχε κουρείο. 
Και όπως οι μουσικές παρέες και τα όργανα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της μυθολογίας αυτών των ιδιαίτερων χώρων της παλιάς συνοικίας, έτσι κι εκεί υπήρχαν κρεμασμένα διάφορα έγχορδα μουσικά όργανα που περίμεναν το μαγικό άγγιγμα στις χορδές τους. 
Στο κουρείο του Μεϊμάρη, όπου πεταγόταν καθημερινά από απέναντι τις ελεύθερες στιγμές του ο Πάνος Γαβαλάς, γράφτηκαν ...

οι Γλάροι, 


το Πόσο μου ’χεις λείψει, 


το Τριαντάφυλλο έχεις βάλει στα μαλλιά σου, 


και τ’ άλλα τραγούδια της συνεργασίας τους. 

Ήταν χρυσή εποχή για το λαϊκό τραγούδι, που σημαδεύτηκε από τα αθάνατα αυτά τραγούδια. 
Η εισαγωγή των Γλάρων αποτέλεσε το χαρακτηριστικό ηχητικό σήμα των διαφημιστικών εκπομπών της Odeon-Parlophone και μετέπειτα Minos, που ακούγονταν στο ραδιόφωνο για δεκαετίες. 
Από την άλλη, η Columbia-His Masters Voice-Capitol είχε για σήμα της την εισαγωγή από τη Συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη στην εκτέλεση με τον Καζαντζίδη. 

Τα θρυλικά μεθυστικά τραγούδια του 1959. 


Οι γλάροι, 


Μάγισσα Θεσσαλονίκη, 


Φεύγω γεια σου-γεια σου, 


Χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε. 


Εκεί ο Γαβαλάς έπιασε την κορυφή, απ’ την οποία δεν κατέβηκε μέχρι το τέλος, και μαζί με τον Καζαντζίδη, τον Περπινιάδη και τον Αγγελόπουλο έφτιαξαν την πρώτη θρυλική τετράδα του λαϊκού τραγουδιού.

Είχε φτιάξει, πλέον, το δικό του ξεχωριστό ύφος. 
Οι ερμηνείες του γοήτευαν και οι εμφανίσεις του στα κέντρα έκαναν λίγο λίγο γνωστή την μποέμ φιγούρα με το προσεγμένο ντύσιμο και το «αυστηρό», σοβαρό προφίλ που έγινε πιο γνωστό από τις κατοπινές εμφανίσεις στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. 
Το 1960 εμφανίστηκε στην Τριάνα του Χειλά μαζί με την Πόλυ Πάνου και την Έφη Λίντα, και στον Φάρο του Τζίμη μαζί με την Ούλα Μπάμπα, τον Χρηστάκη και τον Χάρη Λεμονόπουλο. 
Το 1961 εμφανίστηκε στο κέντρο Νταίζη στην ακτή Ποσειδώνος σ’ ένα πρόγραμμα που ονομάστηκε οι Άσσοι του Λαϊκού Τραγουδιού, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, την Έφη Λίντα και τον Αντώνη Ρεπάνη. 
Την ίδια χρονιά βρέθηκε ξανά στην Τριάνα του Χειλά μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη, την Πόλυ Πάνου και τον Γιάννη Καραμπεσίνη, καθώς και στο Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Στράτο Διονυσίου και τη Ρία Κούρτη. 
Τα δισκάκια της Odeon-Parlophone πλήθαιναν στα τζουκ-μποξ και στα πικ-απ στις γειτονιές της Αθήνας και της ελληνικής περιφέρειας, όταν στα τέλη του 1961 μεταπήδησε στην Columbia-His Masters Voice στην οποία βρέθηκαν και οι φωνές που τον σιγοντάρησαν όλα αυτά τα χρόνια, η Βούλα Γκίκα και η Ρία Κούρτη, με την οποία συνδέθηκε καλλιτεχνικά μέχρι το τέλος. 
Το πέρασμά του στην Columbia έγινε θριαμβευτικά με το Φύγε κι άσε με (Η χαριστική βολή) στο οποίο σιγόντο έκανε η σύζυγός του, 

Ζωή Παναγιώτου, 


όπως αναγραφόταν στις ετικέτες των δίσκων, και η οποία είχε σιγοντάρει και τον Στέλιο Καζαντζίδη στα πρώτα του τραγούδια, το 1952-53, ως Ζωή Γαβαλά. 

Το 1962 συνεργάστηκε με την Καίτη Γκρέυ στο Πανόραμα στο Αιγάλεω μαζί με την άρτι αφιχθείσα εξ Αμερικής Σεβάς Χανουμ, και αργότερα στου Περιβόλα με το συγκρότημα του Γιάννη Παπαϊωάννου. 
Το 1962 εμφανίστηκε για πρώτη φορά και στο ελληνικό σινεμά, στην ταινία Ορφανή σε ξένα χέρια, πλάι στον Βασίλη Τσιτσάνη με το τραγούδι ...

Όσο με μαλώνεις. 


Την επόμενη χρονιά, στην ταινία Το κάθαρμα, με σενάριο τον Nίκoυ Φώσκολου, σκηνοθεσία του Κώστα Ανδρίτσου και πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα και την Μάρω Κοντού, μαζί με τη Ρία Κούρτη τραγούδησαν το ...


Κάθε λιμάνι και καημός


του Γιώργου Κατσαρού και του Πυθαγόρα, που έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. 

Το 1964 ψηφίστηκε από τους χιλιάδες αναγνώστες του περιοδικού Ντομινό ως ο πιο δημοφιλής λαϊκός τραγουδιστής και βραβεύτηκε με το «Χρυσό μικρόφωνο» της χρονιάς. 
Εμφανίστηκε στο κέντρο Βεντέτα (Αχαρνών 77) μαζί με τη Ρία Κούρτη, τον Στράτο Διονυσίου, τη Λέλα Παπαδοπούλου, με μαέστρο τον Μηνά Πορτοκάλη, και στο πάλκο της ταβέρνας του Φαρέα, στη θρυλική κινηματογραφική Λόλα του Ντίνου Δημόπουλου, με πρωταγωνιστές τον Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη, 
τραγούδησε το ...

Όνειρο δεμένο στο μουράγιο


 του Σταύρου Ξαρχάκου, σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα. 

Από τις αρχές μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε έναν βασικό κορμό μουσικών κοντά του που αποτελούσαν οι: 

Σπύρος Λιώσης και Αντ. Κατινάρης μπουζούκια, 


Βασ. Βασιλειάδης ακορντεόν και βιολί ο Τάσος Κουλούρης, 


με τον οποίο έγραψαν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα: 


Φύγε κι άσε με, 


Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο, 


Μακριά μου να φύγεις, 


Δεν με πονάς, δεν μ’ αγαπάς κ.ά.


Τον Δεκέμβριο του 1965 έλυσε τη συνεργασία του με την Columbia και ανεξαρτητοποιήθηκε δισκογραφικά με τη δημιουργία της εταιρείας Βεντέττα. 

Για τα χρόνια εκείνα ο Γιάννης Γαβαλάς θυμάται: 
«Ο καθένας από τους μεγάλους τραγουδιστές δημιούργησε με τον τρόπο του, όπως και ο καθένας πολεμήθηκε με τον τρόπο του, γιατί η δισκογραφία τότε έβγαζε πολλά λεφτά. 
Γίνανε βιομηχανίες από τη δισκογραφία και τους καλλιτέχνες. 
Κυκλοφόρησαν βαπόρια. 
Δούλεψε πάρα πολύς κόσμος στις πλάτες αυτών των ανθρώπων. 
Οι λαϊκοί τραγουδιστές είχαν μεγάλες διαφορές σε πωλήσεις από όλους τους άλλους. 
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 τέσσερεις καλλιτέχνες προσπάθησαν να κάνουν την επανάστασή τους στη δισκογραφία και να τα βάλουνε με τους Εγγλέζους -όπως τους λέγαμε τότε- και τα μεγάλα κεφάλαια. 
Οι τέσσερεις αυτοί ήταν: 

ο Καζαντζίδης, 


ο Γαβαλάς, 


ο Μπιθικώτσης 


και η Πόλυ Πάνου, 


που ήταν όλο το λαϊκό τραγούδι. 

Αυτό ήταν το λαϊκό τραγούδι εκείνης της εποχής, καλώς ή κακώς. 
Ξεκίνησαν να κάνουν μια εταιρεία ελληνική, αλλά το καταλάβανε οι άλλοι και σπείρανε τα ζιζάνια, όπως γίνεται σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις. 
Πρώτος απ’ όλους αποσύρθηκε ο Μπιθικώτσης και υπέγραψε με την Columbia ξανά. 
Μετά ο Καζαντζίδης, που είναι μια ολόκληρη ιστορία και μια συζήτηση που δεν είναι της στιγμής. 
Δεν υπέγραψε, βέβαια, με αυτούς τους κολοσσούς, αλλά αργότερα έκανε δική του εταιρεία, τη Standard. Και έτσι ξεκινήσαμε εμείς, με 50% ιδιοκτησία δική μου και 50% του Στέλιου του Πελαγίδη, του άντρα της Πόλυς Πάνου εκείνη την εποχή, και κάναμε τη Βεντέττα. 
Κυκλοφορήσαμε τους πρώτους δισκους, 45άρια, στη μία πλευρά Γαβαλάς-στην άλλη Πόλυ Πάνου. Ξεκινήσαμε με ένδεκα νούμερα στην αγορά, με δύο καλλιτέχνες βασικά. 
Στα ένδεκα αυτά νούμερα υπήρχε ένα σόλο τραγούδι που έχει πει η Ρία Κούρτη και ένας δίσκος ενός παλιού συνεργάτη του πατέρα μου που δεν είχε, τότε, πού να κοιμηθεί, 

του Χρηστάκη, 


με τη Γάτα και το Έμαθα πως είσαι μάγκας,


απ’ την πίσω πλευρά. 

Αυτοί ήταν οι πρώτοι ένδεκα δίσκοι που κυκλοφόρησαν και η παραγωγή ήταν δική μου. 
Γινότανε χαμός. 
Δεν προλαβαίναμε. 
Έρχονταν τα μαγαζιά στα γραφεία της εταιρείας και με το που ξεφόρτωνε το φορτηγό τους δίσκους που μας έφερνε από το εργοστάσιο δεν προλαβαίναμε ούτε τιμολόγια να κόψουμε, πετάγανε τους δίσκους μέσα και φεύγανε. 
Σκοτώνονταν. 
Την ίδια εποχή η Columbia για να κάνει αντιπερισπασμό στον Γαβαλά κυκλοφόρησε είκοσι πέντε τραγούδια. 

Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά κ.ά., και δεν φτάνει αυτό, μας σταματάει να μας τυπώνει δίσκους. Ερχότανε ο Λαμπρόπουλος εμένα και μου τα ’λεγε. 

Καμμιά φορά την ιστορία εσείς οι νέοι θα τη μάθετε μόνο από τον Τάκη τον Λαμπρόπουλο. 
Εάν μιλήσει αυτός. 
Εάν δεν μιλήσει αυτός, την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού δεν θα τη μάθετε ποτέ. 
Εγώ, λοιπόν, σου λέω αυτό που μού ’λεγε: «πες του πατέρα σου να βάλει μυαλό. 
Να έρθει στην Κολούμπια. Θα καταστραφεί εκείνος, θα καταστραφούμε κι εμείς». 
Έτσι κι έγινε. 
Και ο Λαμπρόπουλος έχασε την εταιρεία, και ο Γαβαλάς καταστράφηκε οικονομικά. 
Εκείνη η χρονιά, πάντως, ήτανε η χρονιά του. 
Το βλέπαμε στο σπίτι. 
Υπήρχε ενθουσιασμός.
Καθότανε και δούλευε, έγραφε. 
Τα τραγούδια αυτά, τα περισσότερα είναι δικά του. 
Έπαιρνε και μουσικούς που τους είχε στην ορχήστρα του και τους έβαζε και στη δισκογραφία με δικές τους συνθέσεις, όπως τον Βασίλη Βασιλειάδη, τον Θανάση Πολυκανδριώτη κ.ά. 
Η Βεντέττα ξεκίνησε το ’66, εκεί έβγαλε γύρω στα 20 τραγούδια, και μετά από ένα εξάμηνο απεχώρησε. Από εκεί και πέρα μέχρι το 1971 η Βεντέττα λειτούργησε με την Πόλυ Πάνου. 
Εμείς το 1967 κάναμε τη Sonata».

Ο Γιάννης Σταματίου, ή Σπόρος, είχε μια μικρή συνεργασία μαζί του στις αρχές του ’50 σε ένα μικρό κέντρο στην Καισαριανή, και το 1955 έπαιξε μπουζούκι στα τραγούδια ...


Γονείς που θρέφετε παιδιά, 


Το ποτήρι είν’ ο γιατρός, 


Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, 


Απόψε είσαι για φιλί, Τ


ο παλληκάρι που ’σβησε και Στο πικραμένο δειλινό. 


Ακόμη θυμάται το 1966, όταν είχε επιστρέψει από την Αμερική και εμφανιζόταν στο Παγκόσμιο με τη Μαρινέλλα, ότι ο Πάνος Γαβαλάς είχε πολύ μεγάλο σουξέ στην Τριάνα του Χειλά. 

Το καλοκαίρι του 1966 ο Βασίλης Χειλάς πήρε, τότε, και το Παγκόσμιο, τη σημερινή Φαντασία, και έφτιαξε ένα πρόγραμμα με τους 
Γ. Μουζάκη, Γ. Βογιατζή, Τ. Βαβάτσικο, Άντζ. Ζήλεια, Μεταξόπουλο και Φοντάνα στο χορευτικό και ήθελε τον Γαβαλά στη λαϊκή ώρα. 
Ο Γαβαλάς, όμως, δεν δέχθηκε και έτσι ο Χειλάς, φοβούμενος ότι μπορεί να τον χάσει και από το χειμερινό πρόγραμμα στην Τριάνα, άνοιξε δίπλα καινούργιο μαγαζί ειδικά για τον Γαβαλά!
Το 1967 εμφανίστηκε στην Τριάνα μαζί με τη Ρία Κούρτη, την Πόπη Πόλλυ και την ορχήστρα τού Μηνά Πορτοκάλη. 
Το 1968 στην καλοκαιρινή Βεντέτα, του Στέλιου Μπαμπακιά στη Λεωφόρο Ποσειδώνος στις Τζιτζιφιές, με τον Μπάμπη Τσετίνη και τον Γιώργο Νταλάρα. 
Το 1969 στο Φαληρικόν, με τον Βαγγέλη Περπινιάδη και τον Βασίλη Τσιτσάνη. 
Το 1970 στον Γαλαξία, Λιοσίων 260, και αργότερα στο Χρυσό Βαρέλι. 
Το 1971στο Μαξίμ, μαζί με τον Αντώνη Ρεπάνη, και το 1972 στο Πρόσωπο Νο 2, μαζί με τον Χρήστάκη.
Η Sonata άνοιξε το 1967 και λειτούργησε μέχρι το 1972. 
Μια πενταετία γεμάτη δίσκους και επιτυχίες σ’ ένα εγχείρημα που, τελικά, δεν μπόρεσε να αντέξει στην πίεση των καταστάσεων (κασετοπειρατεία) και των μεγάλων εταιρειών που έδεναν τους συνθέτες με αποκλειστικά συμβόλαια με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χώρος για ελεύθερες συνεργασίες. 
Μπορεί ο Γαβαλάς να μην είχε τη δυνατότητα να συνεργαστεί με τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα και όλους τους άλλους βασικούς συνθέτες της εποχής, κατάφερε όμως να επιβιώσει καλλιτεχνικά με τη δική του προσωπικότητα, ανακαλύπτοντας νέα ταλέντα, αλλά και γράφοντας ο ίδιος τραγούδια. 
Η Sonata μπορεί να ήταν μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία που δεν άντεξε στον ανταγωνισμό των μεγαθηρίων της εποχής, είχε όμως την εικόνα μιας εταιρείας νοικοκυρεμένης που λειτουργούσε από ανθρώπους οι οποίοι ήξεραν από μέσα και καλά την υπόθεση τραγούδι. 
Στη Sonata έγραψε τα πρώτα του τραγούδια ο Θανάσης Πολυκανδριώτης που αποκαλούσε τον Γαβαλά πνευματικό του πατέρα. 
Ένα τραγούδι του, το Ζηλεύω-ζηλεύω, είχε στη μια όψη του το πρώτο δισκάκι της εταιρείας. 
Εκεί εμφανίστηκαν ξανά ονόματα χαμένα από την εποχή του ρεμπέτικου, όπως του... 

Στέλιου Κερομύτη, 


του Μιχ. Γενίτσαρη, 


του Γ. Ροβερτάκη και του Γιάννη Κυριαζή. 


Τα μπουζούκια των ηχογραφήσεων ήταν όλα πρώτης γραμμής: 


Ζαφειρίου, 


Πολυκανδριώτης, 


Παλαιολόγου, 


Νικολόπουλος κ.ά. 


Στη Sonata έκανε την πρώτη και τη δεύτερη καριέρα του ο Χρηστάκης, με τραγούδια που μέχρι σήμερα πουλάνε πολλές χιλιάδες αντίτυπα. 

Εκεί έδωσαν το «παρών» τραγουδιστές όπως ...

ο Ανδρέας Ζακυνθινάκης, 


ο Κώστας Κόλλιας, 


ο Δημ. Ξανθάκης, 


ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος και ο Κώστας Σκαφίδας. 


Εκεί έγραψαν ...


ο Αντ. Ρεπάνης, 


ο Σπ. Ζαγοραίος, 


ο Γ. Κοινούσης, 


ο Δ. Γκούτης, 


το στιχουργικό δίδυμο του Καζαντζίδη Ατραΐδης-Βασιλόπουλος, και άλλοι. 

Εκεί έγιναν αρκετά από τα νεότερα σουξέ του ίδιου του Γαβαλά. 

Γλυκέ μου τύραννε, 


Συγχαρητήρια, 


Μου σπάσανε τον μπαγλαμά, 


Έτσι είναι πάντα μ’ ένα αντίο, 


Πήρε φωτιά μια καρδιά, 


Καημό μες στην καρδούλα μου ...


και άλλα τραγούδια που αναδείκνυαν τις διαφορετικές πτυχές και τεχνικές ενός σπουδαίου τραγουδιστή που μπορούσε να είναι το ίδιο πειστικός και απόλυτος στις ερμηνείες του, τόσο στο βαρύτερο ρεμπέτικο όσο και στο πιο ρομαντικό και μπελκάντο τραγούδι. 

Η εταιρεία έκλεισε, τελικά, το 1972.
Μετά το κλείσιμο της Sonata έφυγε για εμφανίσεις στην Αμερική. 
Για να βγάλει τα σπασμένα και να πληρώσει τις υποχρεώσεις της εταιρείας. 
Το 1974 εμφανίστηκε στο Όνειρο, στην εθνική Αθηνών-Λαμίας, μαζί με τη Ρία Κούρτη. 
Τα κέντρα άρχισαν να ανεβαίνουν, ξανά, όπως στα χρόνια του ’50, προς τα βόρεια. 
Για δύο δεκαετίες η Εθνική έζησε την ακμή της. 
Ο Γαβαλάς με τη Ρία Κούρτη τραγούδησαν και στη νέα Πίνδο, του Αλεξανδριανού, στη λεωφόρο Τατοΐου, στο ύψος της Μεταμόρφωσης. 
Μέχρι και το 1980-’81 εμφανίστηκε κυρίως στο Όνειρο, στο Πανόραμα και στη Λατρεία, στην Αχαρνών. 
Οι εποχές είχαν αλλάξει. 
Δεν υπήρχε ο ίδιος ενθουσιασμός. 
Ακόμη και το 1975 που επέστρεψε δισκογραφικά στη Minos, όπως θυμάται ο Γιάννης Γαβαλάς, δεν ήθελε να επιστρέψει: «Δεν ήθελε να επιστρέψει και στην ουσία δεν τον ήθελαν και εκείνοι, γιατί ήταν το μαύρο πρόβατο. 
Δεν τον ήθελαν κι αυτό αποδείχθηκε, γιατί όταν έκανε αυτό τον δίσκο με τη Δοκιμασία και ο δίσκος άρχισε να κάνει πωλήσεις τον σταμάτησαν από την κυκλοφορία. 
Πάλι συνεργασία του πατέρα μου με έναν άνθρωπο που δούλευε μαζί του, τον Κώστα Σταματάκη. Υπάρχουν άνθρωποι που μου τον ζητάνε ακόμη αυτό τον δίσκο. 
Κι εκεί το κατάλαβε πια και έτσι αποχώρησε. 
Μετά τού κόπηκε το κουράγιο, δεν ξανάγραψε, αρρώστησε κιόλας, βέβαια». 
Την τελευταία περίοδο συνεργάστηκε αποκλειστικά με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Βαγγέλη Ατραΐδη, με τους οποίους έκαναν μαζί τέσσερεις δίσκους, όλους στη Music Box, απ’ τους οποίους βγήκαν τραγούδια όπως το ...

Σταυροδρόμι, 


το Σήκω κάτσε, 


το Τίποτα τίποτα, 


το Ένας σταθμός,


σε μουσική και στίχους του Γαβαλά, και άλλα. 

Κάποιες από τις τελευταίες εμφανίσεις του έγιναν στη Νεράιδα, όπου τραγουδούσαν ο Φίλιππος Νικολάου, η Νέλλη Γκίνη και η Χριστίνα. 
Ήταν μια εποχή που γίνονταν μάχες για τη μαρκίζα, και ο Γαβαλάς ήταν αρκετά βαρύς για να ασχολείται με τόσο ελαφριά θέματα. 
Είχε βαρεθεί. 
Άλλωστε, τραγουδούσε ασταμάτητα 35 χρόνια. 
Πόσο μπορεί να αντέξει σε αυτές τις συνθήκες ένας άνθρωπος; 
Και η υγεία του είχε επιβαρυνθεί και, βεβαίως, δεν υπήρχε ο ανάλογος ενθουσιασμός. 
Το 1982 τραγούδησε και στον Λυκαβηττό σε κάποιες συναυλίες που οργάνωνε τότε το περιοδικό Ντέφι. 
Το 1986, έπειτα από την προτροπή και την επιμέλεια του Γιώργου Κοντογιάννη, ηχογράφησε στη Λύρα τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο Μια Ανάσα. 
Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε για τελευταία φορά μπροστά σε αρκετές χιλιάδες κόσμου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σε μια συναυλία-αφιέρωμα στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι που έγινε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 12ου Φεστιβάλ ΚΝΕ Οδηγητή. 
Ο Γιάννης Γαβαλάς θυμάται: 
«Έμεινε πιστός στις παραδόσεις, δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ κομματικά, όπως δεν με επηρέασε ποτέ πολιτικά. 
Έλεγε “είσαστε άνθρωποι, θα καταλάβετε μόνοι σας τι πρέπει να κάνετε”, αλλά μια συμπάθεια την είχε. Τελευταία, που ήταν άρρωστος, δεν τον άφηνα να πάει στο συγκεκριμένο φεστιβάλ. 
Του έλεγα «πώς θα πας;» 
Αφού ήτανε για εγχείρηση, για αφαίρεση λάρυγγα. “όχι”, μου έλεγε, “θα πάω”. 
Και πήγε.
Πήγε γιατί ενδεχομένως θυμότανε τα νιάτα του». 
Εκείνη την εποχή έφτιαξε και ένα μαγαζί, στο 23o χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, εκεί που βρίσκονταν μεχρι πριν λιγο καιρο τα Goody’s,(τωρα καταστημα με αρτολιχουδιες) το οποίο δεν πρόλαβε να λειτουργήσει. 
Το έφτιαχνε για τα γεράματά του. 
Για να συναντιέται εκεί με τους φίλους του, να πίνουνε το κρασί τους και να λένε τα τραγούδια τους. 
Δεν πρόλαβε. 
Έφυγε από τη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου 1988.

Γαβαλάς – Καζαντζίδης


Τα χρόνια εκείνα, αλλά και αργότερα, υπήρχαν φήμες που ήθελαν τους δύο τραγουδιστές να μην έχουν καλές σχέσεις. 

Ποτέ, όμως, δεν υπήρξε αντιπαλότητα ή κόντρα μεταξύ τους. 
Υπήρχε αλληλοεκτίμηση. 
Πώς θα μπορούσε να είναι σε κόντρα ο Γαβαλάς με τον Καζαντζίδη όταν από τη μια ήταν γνωστή η αγάπη του τελευταίου για το ψάρεμα, και από την άλλη ο πρώτος ήτανε ψαράς. 
Και για ψάρεμα είχαν πάει παρέα, και τα κρασιά τους είχανε πιει, και επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον. Ακόμη και καλλιτεχνικά υπήρξαν στιγμές που ο ένας τραγούδησε τραγούδια του άλλου, στη δισκογραφία. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο Γαβαλάς ξεκινούσε την τραγουδιστική του καριέρα στην Odeon ερμήνευσε σε δεύτερη εκτέλεση κάποια από τα τραγούδια που είχε πει ο Καζαντζίδης στην Columbia. 

Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, 


Κατάδικος για πάντα,


Παλιοκόριτσο, με πήρες στον λαιμό σου, 


Φωνάξτε τη μανούλα μου, 


μαζί με την Άννα Χρυσάφη το 

Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ, και το 1961 κάποια από τα έντεχνα λαϊκά του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη: 

Αθήνα, 


Ο κυρ-Αντώνης, 


Βράχο-βράχο. 


Και ο Καζαντζίδης, όμως, επανεκτέλεσε τραγούδια που είχε πει πρώτα ο Γαβαλάς: 


Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά (1959), 


Φύγε κι άσε με και Μείνε αγάπη μου κοντά μου


(το 1962 στην Αυστραλία), 


Στην πόρτα σου, 


Ο δρόμος δίχως σύνορα (1964) 


και, τέλος, 


το Στο πικραμένο δειλινό (1994). 


Ακόμη, κάποιες φήμες θέλουν τον Καζαντζίδη με τη Μαρινέλλα να έχουν ηχογραφήσει τους Γλάρους. 

Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποιο στοιχείο, δίσκος ή οτιδήποτε άλλο που να τεκμηριώνει κάτι τέτοιο.