Η απάντηση της ΑΕΠΙ για το gamato.info
«Η ελευθερία κάποιου όταν ξεπερνά τα όρια, καταδυναστεύει την ελευθερία του άλλου, γίνεται ασυδοσία και τυραννία», αναφέρει σε ανακοίνωσή της για την υπόθεση με το λουκέτο στο gamato.info, η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτήσιας.
«Η ελευθερία του διαδικτυακού χρήστη βαφτισμένη «επικοινωνία», «ελευθερία έκφρασης» και ό,τι άλλο ήθελε εφευρεθεί στο μέλλον ως πρόσχημα και επικάλυμμα παρανομίας, σε καμία περίπτωση δεν έχει σχέση και δεν μπορεί να επικαλύψει την...
...συνταγματικά κατοχυρωμένη και προστατευόμενη από νόμους δημοκρατικής κοινωνίας, ιδιοκτησία, όποιας μορφής και αν είναι αυτή» προστίθεται στην ανακοίνωση.
Όπως τονίζει η ΑΕΠΙ, η κοινωνία του διαδικτύου δεν μπορεί να έχει άλλους νόμους και κανόνες λειτουργίας από την καθημερινή κοινωνία και ο «ανθρώπινος παράγοντας δεν αποδεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που οφείλει να τηρεί, επειδή τον καλύπτει η ανωνυμία των νέων μέσων».
Ολόκληρη η ανακοίνωση της ΑΕΠΙ έχει ως εξής:
Παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή τις τοποθετήσεις κοινού, μερίδας του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου, πολιτικών και ειδημόνων περί των ισχυόντων στο διαδίκτυο, στο διάστημα που ακολούθησε την απαγόρευση λειτουργίας του παράνομου διαδικτυακού τόπου gamato.info και πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε.
Η μονομερής άποψη περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περί του ποιος δικαιούται να τα επικαλείται υπέρ του, παραμένει ένας σημαντικός προβληματισμός για τις ποιοτικές επιλογές, την άποψη περί ηθικής και δεοντολογίας στην οποία κατατείνει η περί δικαίου αντίληψη που διαμορφώνεται στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον και στους ανθρώπους που φέρονται να το γνωρίζουν και να καθοδηγούν τις απόψεις των χρηστών του.
Η ελευθερία κάποιου όταν ξεπερνά τα όρια, καταδυναστεύει την ελευθερία του άλλου, γίνεται ασυδοσία και τυραννία. Αυτό συμβαίνει σήμερα εις βάρος των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που περιμένουν να ζήσουν αυτοί και οι οικογένειές τους από την πνευματική τους ιδιοκτησία, την οποία κάποιοι εξυπηρετούνται να θεωρούν κοινό κτήμα και αδικοπραγούν κατάφωρα εις βάρος της, κερδοσκοπώντας και φτιάχνοντας περιουσίες εις βάρος των δικαίων των ολίγων.
Η ελευθερία του διαδικτυακού χρήστη βαφτισμένη «επικοινωνία», «ελευθερία έκφρασης» και ό,τι άλλο ήθελε εφευρεθεί στο μέλλον ως πρόσχημα και επικάλυμμα παρανομίας, σε καμία περίπτωση δεν έχει σχέση και δεν μπορεί να επικαλύψει την συνταγματικά κατοχυρωμένη και προστατευόμενη από νόμους δημοκρατικής κοινωνίας, ιδιοκτησία, όποιας μορφής και αν είναι αυτή.
Η προσβολή και παράνομη εκμετάλλευση προϊόντων διανοίας είναι προσβολή και παράνομη εκμετάλλευση προϊόντων ιδιοκτησίας πολιτών που δικαιούνται έννομης προστασίας. Κι αυτό συνέβη με το μεγαλύτερο στην Ελλάδα παράνομο διαδικτυακό παζάρι προϊόντων πολιτισμού που λειτουργούσε εις βάρος εκατοντάδων χιλιάδων δικαιούχων αμοιβής από την άνευ άδειας/παράνομη χρήση και εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας/εργασίας τους.
Η ΑΕΠΙ ως διαχειριστικός φορέας των πνευματικών δικαιωμάτων 2.000.000 πνευματικών δημιουργών από όλο τον κόσμο για την Ελλάδα και περισσότερων από 11.000 Ελλήνων για όλο τον κόσμο, εκτελεί στο ακέραιο τόσο το περιεχόμενο και τις υποχρεώσεις της εκ του νόμου καταστατικής της υπόστασης, όσο και τις συμβατικά ανατεθείσες αρμοδιότητες των εντολέων της πνευματικών δημιουργών/δικαιούχων δικαιωμάτων από μουσικά έργα, να εκπροσωπεί, να προστατεύει και να διαχειρίζεται στο όνομά τους την ιδιοκτησία/έργα τους και να επεμβαίνει όπου αυτά προσβάλλονται ή αποτελούν προϊόντα παράνομης εκμετάλλευσης και κερδοσκοπίας, ερήμην τους.
Και αυτό κάνει και θα συνεχίσει να το κάνει τηρώντας μέχρι κεραίας το νόμο, τη συμβατική εντολή των πνευματικών δημιουργών/δικαιούχων Ελλήνων και ξένων και τις διεθνείς συμβάσεις.
Το gamato.info ήταν ένας από τους μεγαλύτερους παράνομους διαδικτυακούς τόπους, όπου η παραβίαση των πνευματικών/ανθρωπίνων δικαιωμάτων συντελείτο κατ' εξακολούθηση, κατά συρροή, με σκοπό το κέρδος από τους ιδιοκτήτες του και στερώντας ταυτόχρονα από χιλιάδες οικογένειες τα νόμιμα δικαιώματά τους, την αμοιβή από τη νόμιμη εργασία τους και εν τέλει τα προς το ζην.
Σε ποια συνείδηση δικαίου, κοινού νου ακόμη και ψυχρού αντικειμενικού παρατηρητή αυτό είναι ηθικό;
Πρόσωπα της κοινωνικής, πολιτικής ζωής, αλλά και κάποιοι «θεράποντες» του Τύπου, κυρίως του ψηφιακού, που συνήθως δηλώνουν διάφορα και που κατά περίπτωση τάσσονται υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έσπευσαν σ’ αυτήν την περίπτωση να ζητήσουν άμεσα και έμμεσα την καταδίκη μια ολόκληρης επαγγελματικής τάξης χιλιάδων εργαζόμενων στο χώρο του πολιτισμού, με προσχηματικές εκφράσεις και αναλύσεις αντιφάσκουσες με αυτό καθ' αυτό το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τάχθηκαν υπέρ της παράνομης χρήσης στο διαδίκτυο, αφορίζοντας και καταδικάζοντας σε αφανισμό, αυτή την ίδια την πνευματική έκφραση ,αυτό τον ίδιο τον Πολιτισμό, χωρίς να νοιάζονται αν κρίνονται από το ίδιο το κοινό περί δικαίου αίσθημα από την ίδια την κοινωνία, που μέλη της είναι και οι καταληστευόμενοι σήμερα και αφανιζόμενοι οικονομικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά πνευματικοί δημιουργοί/καλλιτέχνες, καθώς και ολόκληρη η αγορά της μουσικής και του πολιτισμού ευρύτερα...
Η κοινωνία του διαδικτύου δεν μπορεί να έχει άλλους νόμους και κανόνες λειτουργίας από την καθημερινή κοινωνία, τη φυσική κοινωνία που ζούμε όλοι μας. Ο ανθρώπινος παράγοντας δεν αποδεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που οφείλει να τηρεί, επειδή τον καλύπτει η ανωνυμία των νέων μέσων. Και αυτή η ανωνυμία δεν μπορεί να γίνεται κρησφύγετο παρανομίας. Κανείς δεν εξαιρείται απο το νόμο σε μια ευνομούμενη και δημοκρατική κοινωνία. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να αδικεί κανένα, οιουδήποτε είδους αδικία και αν είναι αυτή. Και η παραβίαση πνευματικών/ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί αδικοπραξία κατά της ιδιοκτησίας, της εργασίας, του δικαιώματος αμοιβής του νόμιμα εργαζόμενου πολίτη πνευματικού δημιουργού, της έκφρασης, της ελευθερίας, του ίδιου εν τέλει του Πολιτισμού.
155.000.000 μουσικά έργα «κατέβηκαν», μόνο μέσα στο 2008, σύμφωνα με έρευνες της ΑΕΠΙ.
155.000.000 παράνομες καταφορτώσεις, 155.000.000 παραβιάσεις της ατομικής/πνευματικής ιδιοκτησίας κάποιων συνανθρώπων μας, που συνεπάγονται απώλειες αμοιβών, μισθών, κοινωνικών εισφορών, φόρων στο κράτος. Κάποιοι θα γελάσουν. Κάποιοι θα το θεωρήσουν αμελητέα ποσότητα μπροστά στην ψυχαγωγία των πολλών, μπροστά στην «ελευθερία» των πολλών και στην ασυδοσία που βολεύει. Η ρωμαϊκή αρένα του διαδικτύου έχει τώρα άλλους πρωταγωνιστές και είναι σαφώς «λιγότερο βάρβαρη», πιο «πολιτισμένη», με θύματα, όμως, πια στις μέρες μας αυτή την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη ελευθερία, τον πολιτισμό, αυτήν την ίδια την ανθρώπινη ζωή...
Κάποιοι μιλούν για πόλεμο. Η ειρηνική και αξιοπρεπής δήλωση στη Συνέντευξη Τύπου των χιλιάδων ανθρώπων που δημιουργούν και παράγουν προϊόντα Πολιτισμού δια των 14 Οργανισμών που τους εκπροσωπούν, το Νοέμβριο του 2009, κάθε άλλο παρά πόλεμο προμήνυε. Φωνή δικαίου και κάλεσμα συνεργασίας και σεβασμό του χρήστη στα δικαιώματά τους ζήτησαν. Παρ΄ όλα αυτά λίγοι ασχολήθηκαν. Σε αντίθεση με τη διακοπή λειτουργίας του gamato.info που ανέβηκαν σχεδόν υστερικά οι τόνοι της υπεράσπισής του, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα τόσα σπίτια που κλείνουν κάθε μέρα από την ανεργία, εξαιτίας και όλων αυτών των παράνομων εκμεταλλεύσεων μουσικών έργων και όχι μόνο. Θα ξένιζε σε άλλη εποχή αυτή η υποκριτική συμπεριφορά της ερμηνευμένης κατά το δοκούν ελευθερίας υπέρ κάποιων και της απόλυτης αδιαφορίας για την καταπίεση και αφανισμό που αυτή προκαλεί στους υπολοίπους. Στη σημερινή κοινωνία της ατομικότητας και του χάους δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο της, λίγο πριν την οριστική της κατάρρευση.
Σε όσους ή έχουν ξεχάσει ή αποφεύγουν να θυμηθούν θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε το παρακάτω:
«Αρθρο 27 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948.
1. Καθένας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει ελεύθερα στην πνευματική ζωή της κοινότητας, να χαίρεται τις καλές τέχνες και να μετέχει στην επιστημονική πρόοδο και στα αγαθά της.
2. Καθένας έχει το δικαίωμα να προστατεύονται τα ηθικά και υλικά συμφέροντά του, που απορρέουν από κάθε είδους επιστημονική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική παραγωγή του»
Ο πόλεμος δεν ωφέλησε κανέναν. Ο αλληλοσεβασμός και η τήρηση των ορίων ελευθερίας ορίζουν μία κοινωνία ισορροπημένη και ειρηνική. Η ΑΕΠΙ στο μέτρο της θεσμικής και κοινωνικής της ευθύνης ήταν, είναι και θα παραμένει δυναμικά παρούσα.
Σ'ΑΥΤΟ ΤΟ BLOG ΔΕΝ ΚΑΝΟYΜΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ....ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ ΜΟΥΣΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ...... Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ....ΑΦΗΣΤΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΝΑ ΖΗΣΕΙ !!!!!!!!!!
Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010
Συναυλίες στην Ευρώπη ξεκινά ο Μιχάλης Χατζηγιάννης
Συναυλίες σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ετοιμάζεται να ξεκινήσει ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, τον ερχόμενο Μάιο, σύμφωνα με πληροφορίες του official fan club του τραγουδιστή.
Πρώτος σταθμός του, θα είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του τραγουδιστή, η Κύπρος. Έτσι, στις 13 Μαΐου θα εμφανιστεί στην Λευκωσία και συγκεκριμένα στο στάδιο “Σπύρος Κυπριανού”, ενώ την επόμενη μέρα θα βρεθεί για μια και μοναδική συναυλία στη Λεμεσό.
Επόμενος προορισμός του Μιχάλη Χατζηγιάννη, θα είναι το Βελιγράδι, όπου θα πραγματοποιήσει συναυλία στις 26 Μαΐου, ενώ 3 μέρες αργότερα, οι θαυμαστές του θα έχουν την ευκαιρία να τον απολαύσουν στην Φρανκφούρτη και συγκεκριμένα στο “Frankfurten Hof Meinz”.
Συναυλίες σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ετοιμάζεται να ξεκινήσει ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, τον ερχόμενο Μάιο, σύμφωνα με πληροφορίες του official fan club του τραγουδιστή.
Πρώτος σταθμός του, θα είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του τραγουδιστή, η Κύπρος. Έτσι, στις 13 Μαΐου θα εμφανιστεί στην Λευκωσία και συγκεκριμένα στο στάδιο “Σπύρος Κυπριανού”, ενώ την επόμενη μέρα θα βρεθεί για μια και μοναδική συναυλία στη Λεμεσό.
Επόμενος προορισμός του Μιχάλη Χατζηγιάννη, θα είναι το Βελιγράδι, όπου θα πραγματοποιήσει συναυλία στις 26 Μαΐου, ενώ 3 μέρες αργότερα, οι θαυμαστές του θα έχουν την ευκαιρία να τον απολαύσουν στην Φρανκφούρτη και συγκεκριμένα στο “Frankfurten Hof Meinz”.
Ο "πατριάρχης" του ρεμπέτικου .... Μάρκος Βαμβακάρης
Ο Μάρκος Βαμβακάρης θεωρείται από πολλούς ο σημαντικότερος μουσικός του ρεμπέτικου.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών.
Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες. Ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια.Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε γκάϊντα. Για το θρήσκευμά του απέκτησε αργότερα και το παρατσούκλι "Φράγκος".
Σε ηλικία 12 ετών ο Βαμβακάρης έφυγε από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά. Αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα όπως φορτοεκφορτωτής, εργάτης σε ορυχείο γαιάνθρακα, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και περίπου το 1925 ως εκδορέας.
Εκεί έμαθε μπουζούκι και άρχισε να γράφει τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο αυτό και με την ικανότητά του.
Συμμετέχει μαζί με τοΓιώργο Μπάτη, το Στράτο Στράτο Παγιουμτζή. και Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάρτηκε "η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς".
Tο 1933 με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το ¨"Καραντουζένι"("Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου").
Η περίοδος λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων αυτή το 1935 γράφει τη "Φραγκοσυριανή", το γνωστότερο ίσως τραγούδι του.
Μετά την απελευθέρωση την περίοδο 1948-1959 περνάει δύσκολες ώρες, η ελληνική μουσική βιομηχανία φέρεται προκλητικά αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού αφού θεωρείται από τους περισσότερους "ξεπερασμένος".
Περνάει σοβαρές περιπέτειες με την υγεία του και οικονομικά προβλήματα, αφορισμό από την Καθολική Εκκλησία (που ήρθη το 1966) αλλά καταφέρνει και τα ξεπερνάει
Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, κυκλοφορούν παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, η Άντζελα Γκρέκα ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά..
Έτσι αποκαθίσταται, κερδίζει ξανά την καταξίωση και αναγνωρίζεται σαν η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου.
Ο Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης θεωρείται από πολλούς ο σημαντικότερος μουσικός του ρεμπέτικου.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών.
Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες. Ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια.Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε γκάϊντα. Για το θρήσκευμά του απέκτησε αργότερα και το παρατσούκλι "Φράγκος".
Σε ηλικία 12 ετών ο Βαμβακάρης έφυγε από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά. Αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα όπως φορτοεκφορτωτής, εργάτης σε ορυχείο γαιάνθρακα, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και περίπου το 1925 ως εκδορέας.
Εκεί έμαθε μπουζούκι και άρχισε να γράφει τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο αυτό και με την ικανότητά του.
Συμμετέχει μαζί με τοΓιώργο Μπάτη, το Στράτο Στράτο Παγιουμτζή. και Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάρτηκε "η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς".
Tο 1933 με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το ¨"Καραντουζένι"("Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου").
Η περίοδος λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων αυτή το 1935 γράφει τη "Φραγκοσυριανή", το γνωστότερο ίσως τραγούδι του.
Μετά την απελευθέρωση την περίοδο 1948-1959 περνάει δύσκολες ώρες, η ελληνική μουσική βιομηχανία φέρεται προκλητικά αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού αφού θεωρείται από τους περισσότερους "ξεπερασμένος".
Περνάει σοβαρές περιπέτειες με την υγεία του και οικονομικά προβλήματα, αφορισμό από την Καθολική Εκκλησία (που ήρθη το 1966) αλλά καταφέρνει και τα ξεπερνάει
Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, κυκλοφορούν παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, η Άντζελα Γκρέκα ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά..
Έτσι αποκαθίσταται, κερδίζει ξανά την καταξίωση και αναγνωρίζεται σαν η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου.
Ο Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών.
Τρίτη 30 Μαρτίου 2010
Ιστορική Ημερομηνία Περιγραφή
30/3/1941 Γεννιέται ο Βρετανός μουσικός Graeme Edge, μέλος των Moody Blues.
30/3/1945 Γεννιέται ο Άγγλος κιθαρίστας και τραγουδιστής Eric Clapton.
30/3/1962 Γεννιέται ο Αμερικανός μουσικός της ραπ, MC Hammer, κατά κόσμον Stanley Kirk Burrell.
30/3/1968 Γεννιέται η Καναδή τραγουδίστρια Celine Dion.
30/3/1985
30/3/1941 Γεννιέται ο Βρετανός μουσικός Graeme Edge, μέλος των Moody Blues.
30/3/1945 Γεννιέται ο Άγγλος κιθαρίστας και τραγουδιστής Eric Clapton.
30/3/1962 Γεννιέται ο Αμερικανός μουσικός της ραπ, MC Hammer, κατά κόσμον Stanley Kirk Burrell.
30/3/1968 Γεννιέται η Καναδή τραγουδίστρια Celine Dion.
30/3/1985
Time after time
Το τραγούδι «Time after time» της Σίντι Λόπερ κυκλοφόρησε στις 27 Μαρτίου 1984 και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία για την αμερικανίδα καλλιτέχνιδα, αλλά και μία από τις χαρακτηριστικότερες μπαλάντες της δεκαετίας του 1980. Περιέχεται στο παρθενικό και πιο επιτυχημένο άλμπουμ της Σίντι Λόπερ «She's so Unusual», που κυκλοφόρησε το 1983 και έχει πουλήσει 17 εκατομμύρια αντίτυπα ως σήμερα.
Το τραγούδι μπήκε στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή στο άλμπουμ. Ο παραγωγός Ρικ Τσέρτοφ ήθελε ένα ακόμη δυνατό κομμάτι για να πλαισιώσει τα «Girls Just Want To Have Fun», «She's Bop» και «All Through The Night», που προορίζονταν για σινγκλ.
Η τριαντάχρονη τότε Σίντι Λόπερ, με τη μελωδική φωνή και το μοδάτο πανκ παρουσιαστικό, θυμήθηκε μια αγαπημένη της ταινία επιστημονικής φαντασίας με τον τίτλο «Time After Time», που αναφερόταν στη «Μηχανή του Χρόνου» του συγγραφέα Χέρμπερτ Γουέλς.
Ο τίτλος του τραγουδιού είχε βρεθεί... Ο συνθέτης Ρομπ Χάιμαν κάθισε στο πιάνο κι έγραψε μία σχεδόν παιδική μελωδία, με τρεις νότες. Οι στίχοι που προσαρμόστηκαν στη μουσική μιλούν για μία χαμένη αγάπη, που η τραγουδίστρια ανακαλεί στη μνήμη της.
Έτσι γεννήθηκε το «Time After Time», μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της τελευταίας εικοσαετίας σ' όλο τον κόσμο, που διασκευάστηκε από 97 καλλιτέχνες, με κορυφαία την τζαζίστικη εκδοχή του Μάιλς Ντέιβις που έδωσε το απαραίτητο κύρος στο τραγούδι.
Time After Time
Lying in my bed I hear the clock tick,
And think of you
Caught up in circles confusion -
Is nothing new
Flashback - warm nights -
Almost left behind
Suitcase of memories,
Time after -
Sometimes you picture me -
I'm walking too far ahead
You're calling to me, I can't hear
What you've said -
Then you say - go slow -
I fall behind -
The second hand unwinds
Chorus:
If you're lost you can look - and you will find me
Time after time
If you fall I will catch you - I'll be waiting
Time after time
Repeat Chorus
After my picture fades and darkness has
Turned to gray
Watching through windows - you're wondering
If I'm O.K.
Secrets stolen from deep inside
The drum beats out of time -
Chorus
You said go slow -
I fall behind
The second hand unwinds
Chorus
Time after time
Time after time
Time after time
Time after time
Το τραγούδι «Time after time» της Σίντι Λόπερ κυκλοφόρησε στις 27 Μαρτίου 1984 και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία για την αμερικανίδα καλλιτέχνιδα, αλλά και μία από τις χαρακτηριστικότερες μπαλάντες της δεκαετίας του 1980. Περιέχεται στο παρθενικό και πιο επιτυχημένο άλμπουμ της Σίντι Λόπερ «She's so Unusual», που κυκλοφόρησε το 1983 και έχει πουλήσει 17 εκατομμύρια αντίτυπα ως σήμερα.
Το τραγούδι μπήκε στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή στο άλμπουμ. Ο παραγωγός Ρικ Τσέρτοφ ήθελε ένα ακόμη δυνατό κομμάτι για να πλαισιώσει τα «Girls Just Want To Have Fun», «She's Bop» και «All Through The Night», που προορίζονταν για σινγκλ.
Η τριαντάχρονη τότε Σίντι Λόπερ, με τη μελωδική φωνή και το μοδάτο πανκ παρουσιαστικό, θυμήθηκε μια αγαπημένη της ταινία επιστημονικής φαντασίας με τον τίτλο «Time After Time», που αναφερόταν στη «Μηχανή του Χρόνου» του συγγραφέα Χέρμπερτ Γουέλς.
Ο τίτλος του τραγουδιού είχε βρεθεί... Ο συνθέτης Ρομπ Χάιμαν κάθισε στο πιάνο κι έγραψε μία σχεδόν παιδική μελωδία, με τρεις νότες. Οι στίχοι που προσαρμόστηκαν στη μουσική μιλούν για μία χαμένη αγάπη, που η τραγουδίστρια ανακαλεί στη μνήμη της.
Έτσι γεννήθηκε το «Time After Time», μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της τελευταίας εικοσαετίας σ' όλο τον κόσμο, που διασκευάστηκε από 97 καλλιτέχνες, με κορυφαία την τζαζίστικη εκδοχή του Μάιλς Ντέιβις που έδωσε το απαραίτητο κύρος στο τραγούδι.
Time After Time
Lying in my bed I hear the clock tick,
And think of you
Caught up in circles confusion -
Is nothing new
Flashback - warm nights -
Almost left behind
Suitcase of memories,
Time after -
Sometimes you picture me -
I'm walking too far ahead
You're calling to me, I can't hear
What you've said -
Then you say - go slow -
I fall behind -
The second hand unwinds
Chorus:
If you're lost you can look - and you will find me
Time after time
If you fall I will catch you - I'll be waiting
Time after time
Repeat Chorus
After my picture fades and darkness has
Turned to gray
Watching through windows - you're wondering
If I'm O.K.
Secrets stolen from deep inside
The drum beats out of time -
Chorus
You said go slow -
I fall behind
The second hand unwinds
Chorus
Time after time
Time after time
Time after time
Time after time
The Police
Τριμελής ροκ μπάντα από τη Μεγάλη Βρετανία, με ισχυρές επιρροές από τη ρέγγε. Δημιουργήθηκε το 1977, στην ακμή του πανκ, από τον ντράμερ Στιούαρτ Κόπλαντ, γιο ενός πράκτορα της CIA, που ξεκίνησε την καριέρα στους Curved Air, σπουδαίο σχήμα του προοδευτικού ροκ. Ο Κόπλαντ προσέλαβε στο νέο συγκρότημα τον δάσκαλο και μπασίστα της τζαζ Στινγκ, κατά κόσμον Γκόρντον Σάμνερ. Στην παρέα προστέθηκε αργότερα ο βετεράνος κιθαρίστας Άντι Σάμερς.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφορούν το πρώτο τους σιγκλ, με τίτλο «Roxanne», μια ανεξάρτητη παραγωγή, η οποία περνάει απαρατήρητη. Το φθινόπωρο του 1978 υπογράφουν σε μεγάλη εταιρεία, την A&M και κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ «Outlandos D' Amour». Αρχίζουν να γνωρίζουν δειλά - δειλά την επιτυχία στην πατρίδα τους, ιδιαίτερα από την άνοιξη του 1979, όταν το Roxanne, που περιέχεται στο άλμπουμ, ξανακυκλοφορεί ως σινγκλ και φτάνει στο Νο12 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών. Από τον δίσκο αυτό ξεχωρίζουν, ακόμα, τα τραγούδια «So Lonely» και «Can' t stand loosing you».
Το 1979 είναι η χρονιά τους. Κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ της καριέρας τους «Reggatta de Blanc» και το τραγούδι «Message in a bottle» γίνεται παγκόσμια επιτυχία. Οι Police πραγματοποιούν μία μεγάλη περιοδεία σ' όλο τον κόσμο και φτάνουν μέχρι και τη χώρα μας που είχε να δει ροκ συναυλία από την εποχή των Rolling Stones το 1967.
Το φθινόπωρο του 1980 κυκλοφορούν το τρίτο άλμπουμ τους «Zenyatta Mondatta» που γίνεται το πιο επιτυχημένο της καριέρας τους, με το τραγούδι «Don' t Stand So Close to me» να ξεχωρίζει. «Είναι η τελευταία φορά, που δουλέψαμε σαν συγκρότημα», παραδέχτηκε χρόνια αργότερα ο Στινγκ.
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη επιτυχημένα άλμπουμ, που φθάνουν στο Νο1 του βρετανικού τοπ. Το «Ghost in the machine» (1981) και το «Synchronicity» (1983), το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος και ο πιο εμπορικός δίσκος τους, με επιτυχίες όπως το «Every Breath you Take» και το «Wrapped around your Finger».
Όμως οι προτεραιότητες των Κόπλαντ, Στιγκ και Σάμμερς στις προσωπικές τους δουλειές και οι μεταξύ τους διαφωνίες επιταχύνουν το τέλος. Αποφασίζουν να κάνουν ένα μικρό διάλειμμα ως Police. Το διάλειμμα συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα τρία μέλη του συγκροτήματος ακολουθούν το καθένα τη δική του πορεία στο χώρο της μουσικής. Μόνο ο Στιγκ θα γνωρίσει τη μεγάλη επιτυχία και την παγκόσμια καταξίωση.
Τριμελής ροκ μπάντα από τη Μεγάλη Βρετανία, με ισχυρές επιρροές από τη ρέγγε. Δημιουργήθηκε το 1977, στην ακμή του πανκ, από τον ντράμερ Στιούαρτ Κόπλαντ, γιο ενός πράκτορα της CIA, που ξεκίνησε την καριέρα στους Curved Air, σπουδαίο σχήμα του προοδευτικού ροκ. Ο Κόπλαντ προσέλαβε στο νέο συγκρότημα τον δάσκαλο και μπασίστα της τζαζ Στινγκ, κατά κόσμον Γκόρντον Σάμνερ. Στην παρέα προστέθηκε αργότερα ο βετεράνος κιθαρίστας Άντι Σάμερς.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφορούν το πρώτο τους σιγκλ, με τίτλο «Roxanne», μια ανεξάρτητη παραγωγή, η οποία περνάει απαρατήρητη. Το φθινόπωρο του 1978 υπογράφουν σε μεγάλη εταιρεία, την A&M και κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ «Outlandos D' Amour». Αρχίζουν να γνωρίζουν δειλά - δειλά την επιτυχία στην πατρίδα τους, ιδιαίτερα από την άνοιξη του 1979, όταν το Roxanne, που περιέχεται στο άλμπουμ, ξανακυκλοφορεί ως σινγκλ και φτάνει στο Νο12 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών. Από τον δίσκο αυτό ξεχωρίζουν, ακόμα, τα τραγούδια «So Lonely» και «Can' t stand loosing you».
Το 1979 είναι η χρονιά τους. Κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ της καριέρας τους «Reggatta de Blanc» και το τραγούδι «Message in a bottle» γίνεται παγκόσμια επιτυχία. Οι Police πραγματοποιούν μία μεγάλη περιοδεία σ' όλο τον κόσμο και φτάνουν μέχρι και τη χώρα μας που είχε να δει ροκ συναυλία από την εποχή των Rolling Stones το 1967.
Το φθινόπωρο του 1980 κυκλοφορούν το τρίτο άλμπουμ τους «Zenyatta Mondatta» που γίνεται το πιο επιτυχημένο της καριέρας τους, με το τραγούδι «Don' t Stand So Close to me» να ξεχωρίζει. «Είναι η τελευταία φορά, που δουλέψαμε σαν συγκρότημα», παραδέχτηκε χρόνια αργότερα ο Στινγκ.
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη επιτυχημένα άλμπουμ, που φθάνουν στο Νο1 του βρετανικού τοπ. Το «Ghost in the machine» (1981) και το «Synchronicity» (1983), το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος και ο πιο εμπορικός δίσκος τους, με επιτυχίες όπως το «Every Breath you Take» και το «Wrapped around your Finger».
Όμως οι προτεραιότητες των Κόπλαντ, Στιγκ και Σάμμερς στις προσωπικές τους δουλειές και οι μεταξύ τους διαφωνίες επιταχύνουν το τέλος. Αποφασίζουν να κάνουν ένα μικρό διάλειμμα ως Police. Το διάλειμμα συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα τρία μέλη του συγκροτήματος ακολουθούν το καθένα τη δική του πορεία στο χώρο της μουσικής. Μόνο ο Στιγκ θα γνωρίσει τη μεγάλη επιτυχία και την παγκόσμια καταξίωση.
The Wall
Το «The Wall» είναι μία επική ροκ όπερα των Pink Floyd, που επηρέασε πολλούς κατοπινούς ροκ μουσικούς. Κριτικοί και φανς το χαιρέτησαν ως το καλύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος και το κατέταξαν δίπλα στ' άλλα αριστουργήματά του «Dark site of the moon» και «Wish you were hear».
Ο ηγέτης των Pink Floyd, Ροτζερ Γουότερς, το εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του συγκροτήματος στο Μόντρεαλ του Καναδά, το 1997. Μια προσβλητική συμπεριφορά ενός θεατή της συναυλίας προκάλεσε την αντίδραση του Γουότερς, ο οποίος τον έφτυσε κατά πρόσωπο. Αηδιασμένος από αυτή τη συμπεριφορά, ο Γουότερς θέλησε να χτίσει έναν τοίχο ανάμεσα στον αγενή θεατή και το κοινού, μια ιδέα που την υλοποίησε αργότερα σε δίσκο.
Η ηχογράφηση του «The Wall» -ενός από τα ποιοτικότερα και πιο εμπορικά άλμπουμ της ροκ μουσικής- έγινε από τις αρχές Απριλίου έως το τέλος Νοεμβρίου του 1979. Στη Μ. Βρετανία κυκλοφόρησε στις 30 Νοεμβρίου και στις ΗΠΑ στις 8 Δεκεμβρίου. Έγινε 23 φορές πλατινένιο, ενώ παρέμεινε στους αμερικάνικους και βρετανικούς καταλόγους επιτυχιών για περισσότερο από 14 χρόνια. Από τα 24 κομμάτια που περιέχει, ξεχώρισαν και τραγουδήθηκαν περισσότερο το «An other brick in the wall», το «Hey you» και το «Comfortably Numb».
Η ιστορία που διατρέχει το άλμπουμ είναι η φανταστική ζωή ενός αντιήρωα, του Πινκ, ο οποίος δέχεται το ράπισμα της κοινωνίας από τα νεανικά του χρόνια. Σε αντίδραση για την καταπίεση από το οικογενειακό και σχολικό του περιβάλλον φτιάχνει το δικό του φανταστικό κόσμο.
Το 1982 το «The Wall» μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Άλαν Πάρκερ, ενώ ανέβηκε και ως μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ.
Τα τραγούδια του άλμπουμ
ΔΙΣΚΟΣ 1
1. «In the Flesh» 3:16
2. «The Thin Ice» 2:27
3. «Another Brick in the Wall» (Part I) 3:21
4. «The Happiest Days of Our Lives» 1:46
5. «Another Brick in the Wall» (Part II) 4:00
6. «Mother» 5:32
7. «Goodbye Blue Sky» 2:45
8. «Empty Spaces» 2:10
9. «Young Lust» 3:25
10. «One of My Turns» 3:35
11. «Don't Leave Me Now» 4:16
12. «Another Brick in the Wall» (Part III) 1:48
13. «Goodbye Cruel World» 0:48
ΔΙΣΚΟΣ 2
1. «Hey You» 4:40
2. «Is There Anybody Out There?» 2:44
3. «Nobody Home» 3:26
4. «Vera» 1:35
5. «Bring the Boys Back Home» 1:21
6. «Comfortably Numb» 6:24
7. «The Show Must Go On» 1:36
8. «In the Flesh» 4:13
9. «Run Like Hell» 4:19
10. «Waiting For the Worms» 4:04
11. «Stop» 0:30
12. «The Trial» 5:13
13. «Outside the Wall» 1:41
Το «The Wall» είναι μία επική ροκ όπερα των Pink Floyd, που επηρέασε πολλούς κατοπινούς ροκ μουσικούς. Κριτικοί και φανς το χαιρέτησαν ως το καλύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος και το κατέταξαν δίπλα στ' άλλα αριστουργήματά του «Dark site of the moon» και «Wish you were hear».
Ο ηγέτης των Pink Floyd, Ροτζερ Γουότερς, το εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του συγκροτήματος στο Μόντρεαλ του Καναδά, το 1997. Μια προσβλητική συμπεριφορά ενός θεατή της συναυλίας προκάλεσε την αντίδραση του Γουότερς, ο οποίος τον έφτυσε κατά πρόσωπο. Αηδιασμένος από αυτή τη συμπεριφορά, ο Γουότερς θέλησε να χτίσει έναν τοίχο ανάμεσα στον αγενή θεατή και το κοινού, μια ιδέα που την υλοποίησε αργότερα σε δίσκο.
Η ηχογράφηση του «The Wall» -ενός από τα ποιοτικότερα και πιο εμπορικά άλμπουμ της ροκ μουσικής- έγινε από τις αρχές Απριλίου έως το τέλος Νοεμβρίου του 1979. Στη Μ. Βρετανία κυκλοφόρησε στις 30 Νοεμβρίου και στις ΗΠΑ στις 8 Δεκεμβρίου. Έγινε 23 φορές πλατινένιο, ενώ παρέμεινε στους αμερικάνικους και βρετανικούς καταλόγους επιτυχιών για περισσότερο από 14 χρόνια. Από τα 24 κομμάτια που περιέχει, ξεχώρισαν και τραγουδήθηκαν περισσότερο το «An other brick in the wall», το «Hey you» και το «Comfortably Numb».
Η ιστορία που διατρέχει το άλμπουμ είναι η φανταστική ζωή ενός αντιήρωα, του Πινκ, ο οποίος δέχεται το ράπισμα της κοινωνίας από τα νεανικά του χρόνια. Σε αντίδραση για την καταπίεση από το οικογενειακό και σχολικό του περιβάλλον φτιάχνει το δικό του φανταστικό κόσμο.
Το 1982 το «The Wall» μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Άλαν Πάρκερ, ενώ ανέβηκε και ως μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ.
Τα τραγούδια του άλμπουμ
ΔΙΣΚΟΣ 1
1. «In the Flesh» 3:16
2. «The Thin Ice» 2:27
3. «Another Brick in the Wall» (Part I) 3:21
4. «The Happiest Days of Our Lives» 1:46
5. «Another Brick in the Wall» (Part II) 4:00
6. «Mother» 5:32
7. «Goodbye Blue Sky» 2:45
8. «Empty Spaces» 2:10
9. «Young Lust» 3:25
10. «One of My Turns» 3:35
11. «Don't Leave Me Now» 4:16
12. «Another Brick in the Wall» (Part III) 1:48
13. «Goodbye Cruel World» 0:48
ΔΙΣΚΟΣ 2
1. «Hey You» 4:40
2. «Is There Anybody Out There?» 2:44
3. «Nobody Home» 3:26
4. «Vera» 1:35
5. «Bring the Boys Back Home» 1:21
6. «Comfortably Numb» 6:24
7. «The Show Must Go On» 1:36
8. «In the Flesh» 4:13
9. «Run Like Hell» 4:19
10. «Waiting For the Worms» 4:04
11. «Stop» 0:30
12. «The Trial» 5:13
13. «Outside the Wall» 1:41
The Dark Side of the Moon
Εμβληματικό άλμπουμ της ροκ μουσικής και η κορυφαία δημιουργική και εμπορική στιγμή των Pink Floyd. Κυκλοφόρησε στις 17 Μαρτίου 1973 στις ΗΠΑ και μία εβδομάδα αργότερα (24 Μαρτίου) στη Μεγάλη Βρετανία. Αμέσως γνώρισε μεγάλη επιτυχία, που εξελίχθηκε σε διαχρονική, αφού παρέμεινε για πάνω από 1.500 εβδομάδες στο Τοπ-200 του «Μπίλμπορντ».
Το όγδοο άλμπουμ στη δισκογραφία των Pink Floyd αποτελείται από εννέα τραγούδια, συνολικής διάρκειας 41 λεπτών και 34 δευτερολέπτων. Ηχογραφήθηκε από τον Ιούνιο του 1972 έως τον Ιανουάριο του 1973 στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ στο Λονδίνο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και την καθοριστική συμβολή του μηχανικού ήχου και μουσικού Άλαν Πάρσονς. Σχεδόν όλο το έργο πιστώνεται στον Ρότζερ Γουότερς, που έγραψε τους στίχους και τη μουσική σε όλα τα τραγούδια. Τα υπόλοιπα τρία μέλη του συγκροτήματος (Ντέιβιντ Γκίλμορ, Ρίτσαρντ Ράιτ και Νικ Μέισον) συνεισέφεραν δημιουργικά με τις παρατηρήσεις τους στο στούντιο.
Μουσικά, το άλμπουμ κινείται στο χώρο του προοδευτικού ροκ και της ηλεκτρονικής μουσικής, στην οποία οι Πινκ Φλόιντ υπήρξαν πρωτοπόροι στον χώρο του ροκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κριτικοί χωρίζουν την ροκ μουσική στην περίοδο πριν και μετά το «The Dark Side of the Moon», όσον αφορά στη χρήση των συνθετητών και των άλλων ηλεκτρονικών «εργαλείων». Αλλά η αληθινή δύναμη του άλμπουμ προέρχεται από το δημιουργικό συνταίριασμα του νεοψυχεδελικού αρτ-ροκ, της τζαζ φιούζιον και του μπλουζ-ροκ.
Θεματικά, το άλμπουμ εξερευνά όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Αναφέρεται στη γέννηση ενός παιδιού και το μεγάλωμά του (Speak to Me/Breath), στο χρόνο που φεύγει («Time»), τη θρησκεία («Great Gig in the Sky»), τον καταναλωτισμό («Money»), τον εθνοκεντρισμό («Us and Them») και τον θάνατο («Brain Damage», «Eclipse»).
Το άλμπουμ γνώρισε μεγάλη επιτυχία και γνωρίζει σταθερά μέχρι τις μέρες μας. Με πωλήσεις 42.000.000 αντιτύπων κατατάσσεται στην 6η θέση με τα πιο εμπορικά άλμπουμ όλων των εποχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στις ΗΠΑ πουλάει γύρω στα 9.000 αντίτυπα κάθε εβδομάδα.
Τα τραγούδια του δίσκου
1. «Speak to Me/Breathe» (Gilmour, Mason, Waters, Wright) 4:00
2. «On the Run» (Gilmour, Waters, Wright) 3:33
3. «Time» (Gilmour, Mason, Waters, Wright) 7:06
4. «The Great Gig in the Sky» (Waters, Wright) 4:44
5. «Money» (Waters) 6:32
6. «Us and Them» (Waters, Wright) 7:40
7. «Any Colour You Like» (Gilmour, Mason, Wright) 3:25
8. «Brain Damage» (Waters) 3:50
9. «Eclipse» (Waters) 2:04
Συντελεστές
* Ντέιβιντ Γκίλμορ: φωνητικά, κιθάρα, VCS 3 συνθεσάιζερ.
* Ρότζερ Γουότερς, φωνητικά, μπάσο, VCS 3 συνθεσάιζερ, μαγνητοταινίες.
* Ρίτσαρντ Ράιτ, φωνητικά, κίμπορντς, VCS 3 συνθεσάιζερ.
* Νικ Μέισον, κρουστά, μαγνητοταινίες.
Εμβληματικό άλμπουμ της ροκ μουσικής και η κορυφαία δημιουργική και εμπορική στιγμή των Pink Floyd. Κυκλοφόρησε στις 17 Μαρτίου 1973 στις ΗΠΑ και μία εβδομάδα αργότερα (24 Μαρτίου) στη Μεγάλη Βρετανία. Αμέσως γνώρισε μεγάλη επιτυχία, που εξελίχθηκε σε διαχρονική, αφού παρέμεινε για πάνω από 1.500 εβδομάδες στο Τοπ-200 του «Μπίλμπορντ».
Το όγδοο άλμπουμ στη δισκογραφία των Pink Floyd αποτελείται από εννέα τραγούδια, συνολικής διάρκειας 41 λεπτών και 34 δευτερολέπτων. Ηχογραφήθηκε από τον Ιούνιο του 1972 έως τον Ιανουάριο του 1973 στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ στο Λονδίνο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και την καθοριστική συμβολή του μηχανικού ήχου και μουσικού Άλαν Πάρσονς. Σχεδόν όλο το έργο πιστώνεται στον Ρότζερ Γουότερς, που έγραψε τους στίχους και τη μουσική σε όλα τα τραγούδια. Τα υπόλοιπα τρία μέλη του συγκροτήματος (Ντέιβιντ Γκίλμορ, Ρίτσαρντ Ράιτ και Νικ Μέισον) συνεισέφεραν δημιουργικά με τις παρατηρήσεις τους στο στούντιο.
Μουσικά, το άλμπουμ κινείται στο χώρο του προοδευτικού ροκ και της ηλεκτρονικής μουσικής, στην οποία οι Πινκ Φλόιντ υπήρξαν πρωτοπόροι στον χώρο του ροκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κριτικοί χωρίζουν την ροκ μουσική στην περίοδο πριν και μετά το «The Dark Side of the Moon», όσον αφορά στη χρήση των συνθετητών και των άλλων ηλεκτρονικών «εργαλείων». Αλλά η αληθινή δύναμη του άλμπουμ προέρχεται από το δημιουργικό συνταίριασμα του νεοψυχεδελικού αρτ-ροκ, της τζαζ φιούζιον και του μπλουζ-ροκ.
Θεματικά, το άλμπουμ εξερευνά όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Αναφέρεται στη γέννηση ενός παιδιού και το μεγάλωμά του (Speak to Me/Breath), στο χρόνο που φεύγει («Time»), τη θρησκεία («Great Gig in the Sky»), τον καταναλωτισμό («Money»), τον εθνοκεντρισμό («Us and Them») και τον θάνατο («Brain Damage», «Eclipse»).
Το άλμπουμ γνώρισε μεγάλη επιτυχία και γνωρίζει σταθερά μέχρι τις μέρες μας. Με πωλήσεις 42.000.000 αντιτύπων κατατάσσεται στην 6η θέση με τα πιο εμπορικά άλμπουμ όλων των εποχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στις ΗΠΑ πουλάει γύρω στα 9.000 αντίτυπα κάθε εβδομάδα.
Τα τραγούδια του δίσκου
1. «Speak to Me/Breathe» (Gilmour, Mason, Waters, Wright) 4:00
2. «On the Run» (Gilmour, Waters, Wright) 3:33
3. «Time» (Gilmour, Mason, Waters, Wright) 7:06
4. «The Great Gig in the Sky» (Waters, Wright) 4:44
5. «Money» (Waters) 6:32
6. «Us and Them» (Waters, Wright) 7:40
7. «Any Colour You Like» (Gilmour, Mason, Wright) 3:25
8. «Brain Damage» (Waters) 3:50
9. «Eclipse» (Waters) 2:04
Συντελεστές
* Ντέιβιντ Γκίλμορ: φωνητικά, κιθάρα, VCS 3 συνθεσάιζερ.
* Ρότζερ Γουότερς, φωνητικά, μπάσο, VCS 3 συνθεσάιζερ, μαγνητοταινίες.
* Ρίτσαρντ Ράιτ, φωνητικά, κίμπορντς, VCS 3 συνθεσάιζερ.
* Νικ Μέισον, κρουστά, μαγνητοταινίες.
Tears in Heaven
Φολκ - μπλουζ μπαλάντα, με βραζιλιάνικο άρωμα, γραμμένη από τον Έρικ Κλάπτον για την απώλεια του μονάκριβου γιου του Κόνορ.
Στις 20 Μαΐου 1991 και ώρα 11 π.μ. ο πεντάχρονος Κόνορ Κλάπτον έπεσε από τον 53ο όροφο πολυκατοικίας της Νέας Υόρκης και βρήκε τραγικό θάνατο. Ήταν καρπός της σχέσης του μεγάλου βρετανού ρόκερ με την ιταλίδα ηθοποιό Λόρι Ντελ Σάντο, που δεν μετουσιώθηκε σε γάμο. Την εποχή εκείνη ο Κλάπτον ήταν παντρεμένος με την πρώην γυναίκα του Τζορτζ Χάρισον, Πάτι Μπόιντ, τη «Layla» του περίφημου τραγουδιού.
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο μικρός Κόνορ ξέφυγε για κλάσματα του δευτερολέπτου από την επιτήρηση της νταντάς του, σκαρφάλωσε στο πρεβάζι του παραθύρου και από ένα μικρό άνοιγμα που είχε αφήσει η καθαρίστρια έπεσε στο κενό. Το συνήθιζε αυτό στην Ιταλία, όπου ζούσε με τη μητέρα του. Μόνο που εκεί το παράθυρο ήταν στο ύψος του εδάφους, ενώ εδώ στον 53ο όροφο. Η Λόρι Ντελ Σάντο βρισκόταν για λίγες μέρες στη Νέα Υόρκη για δουλειές, όπως και ο Κλάπτον, που είχε καταλύσει σε διπλανό ξενοδοχείο.
Ο θάνατος του γιου του συγκλόνισε, όπως ήταν φυσικό, τον Κλάπτον, ο οποίος σταμάτησε κάθε επαγγελματική του δραστηριότητα για το υπόλοιπο του χρόνου. Με τη βοήθεια του στιχουργού Γουίλ Τζένινγκς έγραψε το «Tears in Heaven», ως φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Κόνορ.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε σινγκλ στις 17 Ιανουαρίου 1992. Αρχικά συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της αστυνομικής ταινίας «Rush» και στη συνέχεια στο αριστουργηματικό «Unplugged» του.
Γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και έφθασε μέχρι το Νο2 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, για να γίνει το πιο δημοφιλές τραγούδι του Κλάπτον. Το 1993 επιβραβεύτηκε από τη μουσική βιομηχανία, κερδίζοντας τρία «Γκράμι».
Διασκευές
* Τζαζ από τον Τζόσουα Ρέντμαν στο άλμπουμ «Wish». (1993)
* Από τον παλαίμαχος Πολ Άνκα στο άλμπουμ «Rock Swings». (2005)
* Από ομάδα καλλιτεχνών (Έλτον Τζον, Ροντ Στιούαρτ, Γκουέν Στέφανι, Όζι Όζμπορν κ.ά.) για την ανακούφιση των θυμάτων του Τσουνάμι. (2004)
Φολκ - μπλουζ μπαλάντα, με βραζιλιάνικο άρωμα, γραμμένη από τον Έρικ Κλάπτον για την απώλεια του μονάκριβου γιου του Κόνορ.
Στις 20 Μαΐου 1991 και ώρα 11 π.μ. ο πεντάχρονος Κόνορ Κλάπτον έπεσε από τον 53ο όροφο πολυκατοικίας της Νέας Υόρκης και βρήκε τραγικό θάνατο. Ήταν καρπός της σχέσης του μεγάλου βρετανού ρόκερ με την ιταλίδα ηθοποιό Λόρι Ντελ Σάντο, που δεν μετουσιώθηκε σε γάμο. Την εποχή εκείνη ο Κλάπτον ήταν παντρεμένος με την πρώην γυναίκα του Τζορτζ Χάρισον, Πάτι Μπόιντ, τη «Layla» του περίφημου τραγουδιού.
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο μικρός Κόνορ ξέφυγε για κλάσματα του δευτερολέπτου από την επιτήρηση της νταντάς του, σκαρφάλωσε στο πρεβάζι του παραθύρου και από ένα μικρό άνοιγμα που είχε αφήσει η καθαρίστρια έπεσε στο κενό. Το συνήθιζε αυτό στην Ιταλία, όπου ζούσε με τη μητέρα του. Μόνο που εκεί το παράθυρο ήταν στο ύψος του εδάφους, ενώ εδώ στον 53ο όροφο. Η Λόρι Ντελ Σάντο βρισκόταν για λίγες μέρες στη Νέα Υόρκη για δουλειές, όπως και ο Κλάπτον, που είχε καταλύσει σε διπλανό ξενοδοχείο.
Ο θάνατος του γιου του συγκλόνισε, όπως ήταν φυσικό, τον Κλάπτον, ο οποίος σταμάτησε κάθε επαγγελματική του δραστηριότητα για το υπόλοιπο του χρόνου. Με τη βοήθεια του στιχουργού Γουίλ Τζένινγκς έγραψε το «Tears in Heaven», ως φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Κόνορ.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε σινγκλ στις 17 Ιανουαρίου 1992. Αρχικά συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της αστυνομικής ταινίας «Rush» και στη συνέχεια στο αριστουργηματικό «Unplugged» του.
Γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και έφθασε μέχρι το Νο2 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, για να γίνει το πιο δημοφιλές τραγούδι του Κλάπτον. Το 1993 επιβραβεύτηκε από τη μουσική βιομηχανία, κερδίζοντας τρία «Γκράμι».
Διασκευές
* Τζαζ από τον Τζόσουα Ρέντμαν στο άλμπουμ «Wish». (1993)
* Από τον παλαίμαχος Πολ Άνκα στο άλμπουμ «Rock Swings». (2005)
* Από ομάδα καλλιτεχνών (Έλτον Τζον, Ροντ Στιούαρτ, Γκουέν Στέφανι, Όζι Όζμπορν κ.ά.) για την ανακούφιση των θυμάτων του Τσουνάμι. (2004)
Take The A Train
Από τις πιο αναγνωρίσιμες συνθέσεις της τζαζ, σήμα κατατεθέν της ορχήστρας του Ντιουκ Έλινγκτον. Γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1939 από τον νεαρό συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλι Στρέιχορν και χρειάστηκε μεγάλη δόση τύχης και ευτυχών συμπτώσεων για να θεωρείται στις μέρες μας ένα από τα κλασσικά κομμάτια της τζαζ.
Στα τέλη της δεκαετίας του '30 ο Έλινγκτον ενθουσιάστηκε από τις μουσικές ιδέες του Στρέιχορν, σε μια τυχαία συνάντησή τους. Του υποσχέθηκε ότι σύντομα θα ξανασυναντηθούν. Ο χρόνος περνούσε και ο νεαρός μουσικός ανυπομονούσε. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο «Δούκας» θα έπαιζε με την ορχήστρα του σε ένα κλαμπ του Χάρλεμ αποφάσισε να κάνει το ταξίδι από το Πίτσμπουργκ στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1939.
Για να τον εντυπωσιάσει έγραψε ένα τραγούδι ,βασισμένο στις πληροφορίες που του έδωσαν οι συνεργάτες του Έλινγκτον για το ποια διαδρομή θα ακολουθούσε, προκειμένου να τον συναντήσει στο κλαμπ όπου εμφανιζόταν. Του είπαν, δηλαδή, να πάρει την γραμμή Α του υπόγειου σιδηροδρόμου («Take the “A” Train!»), που συνέδεε τότε το Ανατολικό Μπρούκλιν με το Χάρλεμ. Το τραγούδι άρεσε στον Έλινγκτον, αλλά δεν προχώρησε στην ηχογράφησή του και γρήγορα ξεχάστηκε σε κάποιο συρτάρι. Πάντως, ο Στρέιχορν κέρδισε με το σπαθί του μια θέση στην ορχήστρα του.
Τον Δεκέμβριο του 1940, ξέσπασε κρίση μεταξύ των ραδιοφωνικών σταθμών και της ASCAP (αμερικανικής ΑΕΠΙ), η οποία ζητούσε αυξήσεις στα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί αρνήθηκαν και αποφάσισαν να μην παίζουν τη μουσική και τα τραγούδια των μελών της. Για τον Έλινγκτον αυτή η εξέλιξη σήμαινε καταστροφή, καθώς θα ήταν κομμένος από τα ραδιόφωνα και συνεπώς αποκομμένος από το μεγάλο κοινό.
Έτσι αποφάσισε να αναζητήσει συνθέσεις που δεν τα κάλυπτε η ASCAP. O γιος του Μέρσερ Έλινγκτον ανέσυρε από τη λήθη και το «Take the 'A' train». Ο Στρέιχορν αντέδρασε, καθώς το θεωρούσε πλέον παλιομοδίτικο. Η επιμονή του Μέρσερ τον έκαμψε και μετά από ένα φρεσκάρισμα μπήκαν στις 15 Φεβρουαρίου 1941 στα στούντιο του Χόλιγουντ για να το ηχογραφήσουν.
Το καλοκαίρι του 1941 γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έγινε ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του σουίνγκ. Παρέμεινε επτά εβδομάδες στον αμερικάνικο πίνακα επιτυχιών, ανεβαίνοντας μέχρι το Νο11. Δύο χρόνια αργότερα, η επιτυχία του επαναλήφθηκε, φθάνοντας μέχρι το Νο19. Το «Take the “A” train» έχει γνωρίσει πολλές εκτελέσεις από σπουδαίους μουσικούς της τζαζ, τόσο στην ορχηστρική του εκδοχή, όσο και ως τραγούδι, με αξεπέραστη την ερμηνεία της Έλα Φιτζέραλντ.
ΤΑΚΕ ΤΗΕ “Α” ΤRAIN
(Μουσική/Στίχοι: Μπίλι Στρέιχορν)
You must take the A Train
To go to Sugar Hill way up in Harlem
If you miss the A Train
You'll find you've missed the quickest way to Harlem
Hurry, get on, now, it's coming
Listen to those rails a-thrumming (All Aboard!)
Get on the A Train
Soon you will be on Sugar Hill in Harlem
Από τις πιο αναγνωρίσιμες συνθέσεις της τζαζ, σήμα κατατεθέν της ορχήστρας του Ντιουκ Έλινγκτον. Γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1939 από τον νεαρό συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλι Στρέιχορν και χρειάστηκε μεγάλη δόση τύχης και ευτυχών συμπτώσεων για να θεωρείται στις μέρες μας ένα από τα κλασσικά κομμάτια της τζαζ.
Στα τέλη της δεκαετίας του '30 ο Έλινγκτον ενθουσιάστηκε από τις μουσικές ιδέες του Στρέιχορν, σε μια τυχαία συνάντησή τους. Του υποσχέθηκε ότι σύντομα θα ξανασυναντηθούν. Ο χρόνος περνούσε και ο νεαρός μουσικός ανυπομονούσε. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο «Δούκας» θα έπαιζε με την ορχήστρα του σε ένα κλαμπ του Χάρλεμ αποφάσισε να κάνει το ταξίδι από το Πίτσμπουργκ στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1939.
Για να τον εντυπωσιάσει έγραψε ένα τραγούδι ,βασισμένο στις πληροφορίες που του έδωσαν οι συνεργάτες του Έλινγκτον για το ποια διαδρομή θα ακολουθούσε, προκειμένου να τον συναντήσει στο κλαμπ όπου εμφανιζόταν. Του είπαν, δηλαδή, να πάρει την γραμμή Α του υπόγειου σιδηροδρόμου («Take the “A” Train!»), που συνέδεε τότε το Ανατολικό Μπρούκλιν με το Χάρλεμ. Το τραγούδι άρεσε στον Έλινγκτον, αλλά δεν προχώρησε στην ηχογράφησή του και γρήγορα ξεχάστηκε σε κάποιο συρτάρι. Πάντως, ο Στρέιχορν κέρδισε με το σπαθί του μια θέση στην ορχήστρα του.
Τον Δεκέμβριο του 1940, ξέσπασε κρίση μεταξύ των ραδιοφωνικών σταθμών και της ASCAP (αμερικανικής ΑΕΠΙ), η οποία ζητούσε αυξήσεις στα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί αρνήθηκαν και αποφάσισαν να μην παίζουν τη μουσική και τα τραγούδια των μελών της. Για τον Έλινγκτον αυτή η εξέλιξη σήμαινε καταστροφή, καθώς θα ήταν κομμένος από τα ραδιόφωνα και συνεπώς αποκομμένος από το μεγάλο κοινό.
Έτσι αποφάσισε να αναζητήσει συνθέσεις που δεν τα κάλυπτε η ASCAP. O γιος του Μέρσερ Έλινγκτον ανέσυρε από τη λήθη και το «Take the 'A' train». Ο Στρέιχορν αντέδρασε, καθώς το θεωρούσε πλέον παλιομοδίτικο. Η επιμονή του Μέρσερ τον έκαμψε και μετά από ένα φρεσκάρισμα μπήκαν στις 15 Φεβρουαρίου 1941 στα στούντιο του Χόλιγουντ για να το ηχογραφήσουν.
Το καλοκαίρι του 1941 γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έγινε ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του σουίνγκ. Παρέμεινε επτά εβδομάδες στον αμερικάνικο πίνακα επιτυχιών, ανεβαίνοντας μέχρι το Νο11. Δύο χρόνια αργότερα, η επιτυχία του επαναλήφθηκε, φθάνοντας μέχρι το Νο19. Το «Take the “A” train» έχει γνωρίσει πολλές εκτελέσεις από σπουδαίους μουσικούς της τζαζ, τόσο στην ορχηστρική του εκδοχή, όσο και ως τραγούδι, με αξεπέραστη την ερμηνεία της Έλα Φιτζέραλντ.
ΤΑΚΕ ΤΗΕ “Α” ΤRAIN
(Μουσική/Στίχοι: Μπίλι Στρέιχορν)
You must take the A Train
To go to Sugar Hill way up in Harlem
If you miss the A Train
You'll find you've missed the quickest way to Harlem
Hurry, get on, now, it's coming
Listen to those rails a-thrumming (All Aboard!)
Get on the A Train
Soon you will be on Sugar Hill in Harlem
The Wall...... Pink Floyd
Στις 30 Νοεμβρίου 1979 οι Pink Floyd κυκλοφόρησαν ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ όλων των εποχών.
Το κεντρικό μοτίβο του άλμπουμ αυτού, "The Wall", έμελλε 12 χρόνια αργότερα να γίνει το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Το σύμβολο της πτώσης του "τείχους" στο Βερολίνο!!!
Οι Pink Floyd είναι ένα βρετανικό μουσικό συγκρότημα που έχει γράψει ιστορία στον χώρο της ροκ μουσικής.
Έχουν ξεχωρίσει τόσο για τις πρωτοποριακές για την εποχή συνθέσεις τους, όσο και για τους νεωτερικούς και συγκινησιακά φορτισμένους στίχους τους, τα ευφάνταστα εξώφυλλα τους, τις πειραματικές ενορχηστρώσεις και ηχογραφήσεις και τις θεαματικές συναυλίες τους. Υπολογίζεται ότι το συγκρότημα έχει πουλήσει γύρω στα 73.5 εκ άλμπουμ στις Η.Π.Α. και πάνω από 200 εκατομμύρια άλμπουμ παγκοσμίως και συγκαταλέγεται έτσι στα πιο επιτυχημένα εμπορικά ροκ συγκροτήματα.
Μέχρι το τέλος της δεκαετία του '60 οι Pink Floyd έχαιραν μίας σχετικής επιτυχίας, ως ψυχεδελική μπάντα με ηγέτη τον Σιντ Μπάρετ (Syd Barrett).
Η ασταθής συμπεριφορά του Μπάρρετ -οφειλόμενη σε άλογιστη χρήση ναρκωτικών ουσιών- ανάγκασε τους υπόλοιπους να τον αντικαταστήσουν με τον κιθαρίστα Νταίηβιντ Γκίλμορ (David Gilmour).
Το 1973 το συγκρότημα γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία με τον δίσκο The Dark Side of the Moon, και συνέχισε να απολαμβάνει της αποδοχής του κοινού μέχρι και τη μεγαλύτερη εμπορική τους επιτυχία The Wall.
Το 1985 ο μπασίστας και τραγουδιστής του γκρουπ Ρότζερ Γουώτερς (Roger Waters) αποχώρησε από το συγκρότημα και κυνήγησε δικαστικά τους υπόλοιπους όταν αυτοί συνέχισαν τους δίσκους και τις συναυλίες διατηρώντας το όνομα Pink Floyd. Τελικά επήλθε εξωδικαστικός συμβιβασμός ο οποίος τους επέτρεψε χρήση του ονόματος και των περισσοτέρων τραγουδιών.
Ο Γουώτερς επέστρεψε για τη μεγαλύτερη σε όγκο συναυλία των Pink Floyd που έγινε στο Λονδίνο στις 2 Ιουλίου 2003 (London Live 8 concert).
Σε συνέντευξη του στις 2 Φεβρουαρίου του 2006 στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica, ο Γκίλμορ δήλωσε ότι το γκρουπ δεν θα ξανακυκλοφορήσει νέο υλικό παρόλο που ορισμένοι από τα μέλη του σκοπεύουν να ακολουθήσουν σόλο πορεία ή ακόμα και να συνεργαστούν μεταξύ τους σε επόμενες δουλειές τους.
Η πιθανότητα επανένωσης για μία ακόμα συναυλία δεν έχει αποκλειστεί ακόμα ούτε από τον Μέησον ούτε τον Γκίλμορ.
Δισκογραφία
5 Αυγούστου, 1967 The Piper at the Gates of Dawn
29 Ιουνίου, 1968 A Saucerful of Secrets
27 Ιουλίου, 1969 Music From the Film More
25 Οκτωβρίου, 1969 Ummagumma
10 Οκτωβρίου, 1970 Atom Heart Mother
30 Οκτωβρίου, 1971 Meddle
3 Ιουνίου, 1972 Obscured by Clouds
23 Μαρτίου, 1973 The Dark Side of the Moon
15 Ιανουαρίου, 1975 Wish You Were Here
23 Ιανουαρίου, 1977 Animals
30 Νοεμβρίου, 1979 The Wall
23 Μαρτίου, 1983 The Final Cut
7 Σεπτεμβρίου, 1987 A Momentary Lapse of Reason
30 Μαρτίου, 1994 The Division Bell
Στις 30 Νοεμβρίου 1979 οι Pink Floyd κυκλοφόρησαν ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ όλων των εποχών.
Το κεντρικό μοτίβο του άλμπουμ αυτού, "The Wall", έμελλε 12 χρόνια αργότερα να γίνει το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Το σύμβολο της πτώσης του "τείχους" στο Βερολίνο!!!
Οι Pink Floyd είναι ένα βρετανικό μουσικό συγκρότημα που έχει γράψει ιστορία στον χώρο της ροκ μουσικής.
Έχουν ξεχωρίσει τόσο για τις πρωτοποριακές για την εποχή συνθέσεις τους, όσο και για τους νεωτερικούς και συγκινησιακά φορτισμένους στίχους τους, τα ευφάνταστα εξώφυλλα τους, τις πειραματικές ενορχηστρώσεις και ηχογραφήσεις και τις θεαματικές συναυλίες τους. Υπολογίζεται ότι το συγκρότημα έχει πουλήσει γύρω στα 73.5 εκ άλμπουμ στις Η.Π.Α. και πάνω από 200 εκατομμύρια άλμπουμ παγκοσμίως και συγκαταλέγεται έτσι στα πιο επιτυχημένα εμπορικά ροκ συγκροτήματα.
Μέχρι το τέλος της δεκαετία του '60 οι Pink Floyd έχαιραν μίας σχετικής επιτυχίας, ως ψυχεδελική μπάντα με ηγέτη τον Σιντ Μπάρετ (Syd Barrett).
Η ασταθής συμπεριφορά του Μπάρρετ -οφειλόμενη σε άλογιστη χρήση ναρκωτικών ουσιών- ανάγκασε τους υπόλοιπους να τον αντικαταστήσουν με τον κιθαρίστα Νταίηβιντ Γκίλμορ (David Gilmour).
Το 1973 το συγκρότημα γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία με τον δίσκο The Dark Side of the Moon, και συνέχισε να απολαμβάνει της αποδοχής του κοινού μέχρι και τη μεγαλύτερη εμπορική τους επιτυχία The Wall.
Το 1985 ο μπασίστας και τραγουδιστής του γκρουπ Ρότζερ Γουώτερς (Roger Waters) αποχώρησε από το συγκρότημα και κυνήγησε δικαστικά τους υπόλοιπους όταν αυτοί συνέχισαν τους δίσκους και τις συναυλίες διατηρώντας το όνομα Pink Floyd. Τελικά επήλθε εξωδικαστικός συμβιβασμός ο οποίος τους επέτρεψε χρήση του ονόματος και των περισσοτέρων τραγουδιών.
Ο Γουώτερς επέστρεψε για τη μεγαλύτερη σε όγκο συναυλία των Pink Floyd που έγινε στο Λονδίνο στις 2 Ιουλίου 2003 (London Live 8 concert).
Σε συνέντευξη του στις 2 Φεβρουαρίου του 2006 στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica, ο Γκίλμορ δήλωσε ότι το γκρουπ δεν θα ξανακυκλοφορήσει νέο υλικό παρόλο που ορισμένοι από τα μέλη του σκοπεύουν να ακολουθήσουν σόλο πορεία ή ακόμα και να συνεργαστούν μεταξύ τους σε επόμενες δουλειές τους.
Η πιθανότητα επανένωσης για μία ακόμα συναυλία δεν έχει αποκλειστεί ακόμα ούτε από τον Μέησον ούτε τον Γκίλμορ.
Δισκογραφία
5 Αυγούστου, 1967 The Piper at the Gates of Dawn
29 Ιουνίου, 1968 A Saucerful of Secrets
27 Ιουλίου, 1969 Music From the Film More
25 Οκτωβρίου, 1969 Ummagumma
10 Οκτωβρίου, 1970 Atom Heart Mother
30 Οκτωβρίου, 1971 Meddle
3 Ιουνίου, 1972 Obscured by Clouds
23 Μαρτίου, 1973 The Dark Side of the Moon
15 Ιανουαρίου, 1975 Wish You Were Here
23 Ιανουαρίου, 1977 Animals
30 Νοεμβρίου, 1979 The Wall
23 Μαρτίου, 1983 The Final Cut
7 Σεπτεμβρίου, 1987 A Momentary Lapse of Reason
30 Μαρτίου, 1994 The Division Bell
Ricky Martin: είμαι ομοφυλόφιλος και ευλογημένος !!!
Σόκαρε τους πάντες ο Ricky Martin, οποίος με μία επιστολή του κοινοποιεί σε όλο τον κόσμο και στα εκατομμύρια των θαυμαστών του ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Πατέρας δυο παιδιών και χωρίς να έχει δώσει δικαιώματα, αν και κάτι ψιλοακουγόταν που και που, ο Ricky Martin άφησε τους πάντες άφωνους με όσα είπε, αλλά και με τον τρόπο που τα είπε.
«Ναι, είμαι ομοφυλόφιλος και ...νιώθω ευλογημένος για αυτό», πληροφορεί με την επιστολή του ο διάσημος καλλιτέχνης, βαζοντας τα πράγματα στη θέση τους.
Τώρα, αν στεναχωρήθηκαν κάποιες ή κάποιοι, τι να κάνουμε. Έτσι είναι οι μύθοι.
Σόκαρε τους πάντες ο Ricky Martin, οποίος με μία επιστολή του κοινοποιεί σε όλο τον κόσμο και στα εκατομμύρια των θαυμαστών του ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Πατέρας δυο παιδιών και χωρίς να έχει δώσει δικαιώματα, αν και κάτι ψιλοακουγόταν που και που, ο Ricky Martin άφησε τους πάντες άφωνους με όσα είπε, αλλά και με τον τρόπο που τα είπε.
«Ναι, είμαι ομοφυλόφιλος και ...νιώθω ευλογημένος για αυτό», πληροφορεί με την επιστολή του ο διάσημος καλλιτέχνης, βαζοντας τα πράγματα στη θέση τους.
Τώρα, αν στεναχωρήθηκαν κάποιες ή κάποιοι, τι να κάνουμε. Έτσι είναι οι μύθοι.
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
Sweet Home Alabama
Ροκ ύμνος με τη σφραγίδα των Lynyrd Skynard. Ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια της ροκ μουσικής και τυπικό δείγμα ενός είδους της που αποκαλείται Southern Rock. Περιέχεται στο δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος «Second Helping» και κυκλοφόρησε ως σινγκλ στις 27 Ιουλίου 1974. Έφθασε μέχρι το Νο8 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, αλλά η αποδοχή του είναι διαχρονική.
Οι «Λίναρντ Σκίναρντ», όπως τους γνωρίζουμε στην Ελλάδα, είναι το σπουδαιότερο συγκρότημα του Southern Rock, ενός μουσικού είδους που εμφανίστηκε στον αμερικάνικο Νότο και συνδυάζει το ροκ, το μπλουζ, την κάντρι και τη φολκ, με την ηλεκτρική κιθάρα σε πρώτο πλάνο. Το «Sweet Home Alabama» φέρει την υπογραφή τριών μελών του συγκροτήματος, του μπασίστα και κιθαρίστα Εντ Κινγκ, του κιθαρίστα Γκάρι Ρόσινγκτον και του τραγουδιστή Ρόνι Βαν Ζαντ, σε παραγωγή του σπουδαίου μουσικού Αλ Κούπερ.
Το μεγαλύτερο μερίδιο στη σύνθεσή του φέρει ο Εντ Κινγκ, ο οποίος το εμπνεύστηκε μέσα σε μια νύχτα, ακούγοντας ένα κιθαριστικό ριφ του Ρόσινγκτον. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στο Studio One στο Ντόραβιλ της Τζόρτζια, με τον Κινγκ να έχει τον πρώτο λόγο στην κιθάρα, χρησιμοποιώντας μια φθηνή Φέντερ Στρατοκάστερ της δεκαετίας του '60 και ενισχυτή Μάρσαλ. Η κιθάρα αυτή εκτίθεται στο Μουσείο του Ροκ εν Ρολ στο Κλίβελαντ του Οχάιο.
Το τραγούδι είναι γεμάτο πολιτικές αναφορές και γράφτηκε σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωναν το σκάνδαλο «Γουότεργκεϊτ» (υπάρχει σχετική αναφορά στο τραγούδι) και τις τελευταίες ημέρες του πολέμου στο Βιετνάμ. Το «Sweet Home Alabama» προκάλεσε αντιδράσεις από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι εξυμνούσε τον ρατσιστή κυβερνήτη της Αλαμπάμα Τζορτζ Γουάλας («…In Birmingham, they love the governor…»), που ήταν τέσσερις φορές υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ. Τον στίχο αυτό ακολουθεί μια σειρά αποδοκιμασιών («…boo, boo, boo..»), που δεν αφήνει αμφιβολίες για τον προοδευτικό του χαρακτήρα. Άλλωστε, η χρήση γκόσπελ φωνητικών καταρρίπτει και το τελευταίο επιχείρημα αυτών που αμφισβητούν τις προθέσεις των δημιουργών του.
Το τραγούδι γράφτηκε ως απάντηση σε δύο επικριτικά τραγούδια του Νιλ Γιανγκ («Southern Man» και «Αlabama»), για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στον Αμερικανικό Νότο, όπου κυριαρχούσαν ο ρατσισμός και ο υπερσυντηρητισμός. «Ο Νιλ πυροβόλησε όλες τις πάπιες για να σκοτώσει μία ή δύο» ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του Ρόνι Βαν Ζαντ για να ξεκαθαρίσει ότι όποιος ζει στον Αμερικάνικο Νότο δεν είναι αναγκαστικά ρατσιστής και θρησκόληπτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένα από τα μέλη των Lynyrd Skynard δεν κατάγεται από την Αλαμπάμα. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε συμβολικά, επειδή η υπερσυντηρική πολιτεία της Αλαμπάμα υπήρξε πεδίο αντιπαράθεσης των ρατσιστικών και των αντιρατσιστικών δυνάμεων.
Το «Sweet Home Alabama» είναι διαχρονικά δημοφιλές τραγούδι και έχει ακουστεί σε διαφημιστικά, ταινίες, ενώ έχει διασκευαστεί από πολλούς καλλιτέχνες («Sweet Home Κalambaka»). Το 2004 συμπεριελήφθη στον κατάλογο του περιοδικού Rolling Stone με τα 500 σπουδαιότερα τραγούδια όλων των εποχών (Νο 398).
Ροκ ύμνος με τη σφραγίδα των Lynyrd Skynard. Ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια της ροκ μουσικής και τυπικό δείγμα ενός είδους της που αποκαλείται Southern Rock. Περιέχεται στο δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος «Second Helping» και κυκλοφόρησε ως σινγκλ στις 27 Ιουλίου 1974. Έφθασε μέχρι το Νο8 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, αλλά η αποδοχή του είναι διαχρονική.
Οι «Λίναρντ Σκίναρντ», όπως τους γνωρίζουμε στην Ελλάδα, είναι το σπουδαιότερο συγκρότημα του Southern Rock, ενός μουσικού είδους που εμφανίστηκε στον αμερικάνικο Νότο και συνδυάζει το ροκ, το μπλουζ, την κάντρι και τη φολκ, με την ηλεκτρική κιθάρα σε πρώτο πλάνο. Το «Sweet Home Alabama» φέρει την υπογραφή τριών μελών του συγκροτήματος, του μπασίστα και κιθαρίστα Εντ Κινγκ, του κιθαρίστα Γκάρι Ρόσινγκτον και του τραγουδιστή Ρόνι Βαν Ζαντ, σε παραγωγή του σπουδαίου μουσικού Αλ Κούπερ.
Το μεγαλύτερο μερίδιο στη σύνθεσή του φέρει ο Εντ Κινγκ, ο οποίος το εμπνεύστηκε μέσα σε μια νύχτα, ακούγοντας ένα κιθαριστικό ριφ του Ρόσινγκτον. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στο Studio One στο Ντόραβιλ της Τζόρτζια, με τον Κινγκ να έχει τον πρώτο λόγο στην κιθάρα, χρησιμοποιώντας μια φθηνή Φέντερ Στρατοκάστερ της δεκαετίας του '60 και ενισχυτή Μάρσαλ. Η κιθάρα αυτή εκτίθεται στο Μουσείο του Ροκ εν Ρολ στο Κλίβελαντ του Οχάιο.
Το τραγούδι είναι γεμάτο πολιτικές αναφορές και γράφτηκε σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωναν το σκάνδαλο «Γουότεργκεϊτ» (υπάρχει σχετική αναφορά στο τραγούδι) και τις τελευταίες ημέρες του πολέμου στο Βιετνάμ. Το «Sweet Home Alabama» προκάλεσε αντιδράσεις από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι εξυμνούσε τον ρατσιστή κυβερνήτη της Αλαμπάμα Τζορτζ Γουάλας («…In Birmingham, they love the governor…»), που ήταν τέσσερις φορές υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ. Τον στίχο αυτό ακολουθεί μια σειρά αποδοκιμασιών («…boo, boo, boo..»), που δεν αφήνει αμφιβολίες για τον προοδευτικό του χαρακτήρα. Άλλωστε, η χρήση γκόσπελ φωνητικών καταρρίπτει και το τελευταίο επιχείρημα αυτών που αμφισβητούν τις προθέσεις των δημιουργών του.
Το τραγούδι γράφτηκε ως απάντηση σε δύο επικριτικά τραγούδια του Νιλ Γιανγκ («Southern Man» και «Αlabama»), για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στον Αμερικανικό Νότο, όπου κυριαρχούσαν ο ρατσισμός και ο υπερσυντηρητισμός. «Ο Νιλ πυροβόλησε όλες τις πάπιες για να σκοτώσει μία ή δύο» ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του Ρόνι Βαν Ζαντ για να ξεκαθαρίσει ότι όποιος ζει στον Αμερικάνικο Νότο δεν είναι αναγκαστικά ρατσιστής και θρησκόληπτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένα από τα μέλη των Lynyrd Skynard δεν κατάγεται από την Αλαμπάμα. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε συμβολικά, επειδή η υπερσυντηρική πολιτεία της Αλαμπάμα υπήρξε πεδίο αντιπαράθεσης των ρατσιστικών και των αντιρατσιστικών δυνάμεων.
Το «Sweet Home Alabama» είναι διαχρονικά δημοφιλές τραγούδι και έχει ακουστεί σε διαφημιστικά, ταινίες, ενώ έχει διασκευαστεί από πολλούς καλλιτέχνες («Sweet Home Κalambaka»). Το 2004 συμπεριελήφθη στον κατάλογο του περιοδικού Rolling Stone με τα 500 σπουδαιότερα τραγούδια όλων των εποχών (Νο 398).
Sultans of Swing
Το πρώτο σινγκλ που κυκλοφόρησαν οι Dire Straits και η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά στα Pathway Studios του Βορείου Λονδίνου το 1977 ως δοκιμαστικό (demo). Από στόμα σε στόμα και μέσω κάποιων ραδιοφωνικών σταθμών έγινε γνωστό και προσέλκυσε το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών. Η Phonogram (σήμερα Universal) τους πρόσφερε συμβόλαιο και το συγκρότημα ξαναμπήκε στο στούντιο τον Φεβρουάριο του 1978 για να το ξαναηχογραφήσει, μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια του πρώτου άλμπουμ τους, με παραγωγό τον Μαφ Γουίγουντ. Τους Dire Straits αποτελούσαν ο Μαρκ Νόπφλερ (φωνητικά, κιθάρα), ο αδελφός του Ντέιβιντ (κιθάρα), ο Τζον Άιλσλι (μπάσο) και ο Πικ Γουίδερς (ντραμς).
Το «Sultans of Swing» κυκλοφόρησε στις 19 Μαΐου 1978, αλλά παραδόξως πέρασε απαρατήρητο, παρά τις προσδοκίες. Η επιτυχία του αποδείχθηκε βραδυφλεγής και άρχισε να ακούγεται έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ του συγκροτήματος, τον Οκτώβριο του 1978. Τους πρώτους μήνες του 1979 ανέβηκε στο Νο10, τόσο του αγγλικού, όσο και του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών, βοηθώντας και την επιτυχία του άλμπουμ.
Με τους ντυλανικούς στίχους και το «οικονομικό» παίξιμο στην κιθάρα, το τραγούδι σημάδεψε μια εποχή που σηματοδοτείται από τη φθίνουσα πορεία της μουσικής ντίσκο και την άνοδο του πανκ-ροκ. To «Sultans of Swing» αναφέρεται στα μέλη ενός τζαζ γκρουπ της εργατικής τάξης, που το μόνο που θέλουν είναι να παίξουν τη μουσική τους και δεν τους ενδιαφέρει η επιτυχία.
Το σόλο του Μαρκ Νόπφλερ στην κιθάρα κατατάχθηκε στην 22η θέση στον κατάλογο με τα καλύτερα κιθαριστικά σόλο, που κατάρτισε το περιοδικό «Guitar World». Η απόλυτη ερμηνεία του τραγουδιού είναι η 11λεπτη ζωντανή εκδοχή του στη συναυλία συμπαράστασης για την αποφυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα, που δόθηκε στο Γουέμπλεϊ το 1988, με τη συμμετοχή του Έρικ Κλάπτον.
Το πρώτο σινγκλ που κυκλοφόρησαν οι Dire Straits και η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά στα Pathway Studios του Βορείου Λονδίνου το 1977 ως δοκιμαστικό (demo). Από στόμα σε στόμα και μέσω κάποιων ραδιοφωνικών σταθμών έγινε γνωστό και προσέλκυσε το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών. Η Phonogram (σήμερα Universal) τους πρόσφερε συμβόλαιο και το συγκρότημα ξαναμπήκε στο στούντιο τον Φεβρουάριο του 1978 για να το ξαναηχογραφήσει, μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια του πρώτου άλμπουμ τους, με παραγωγό τον Μαφ Γουίγουντ. Τους Dire Straits αποτελούσαν ο Μαρκ Νόπφλερ (φωνητικά, κιθάρα), ο αδελφός του Ντέιβιντ (κιθάρα), ο Τζον Άιλσλι (μπάσο) και ο Πικ Γουίδερς (ντραμς).
Το «Sultans of Swing» κυκλοφόρησε στις 19 Μαΐου 1978, αλλά παραδόξως πέρασε απαρατήρητο, παρά τις προσδοκίες. Η επιτυχία του αποδείχθηκε βραδυφλεγής και άρχισε να ακούγεται έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ του συγκροτήματος, τον Οκτώβριο του 1978. Τους πρώτους μήνες του 1979 ανέβηκε στο Νο10, τόσο του αγγλικού, όσο και του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών, βοηθώντας και την επιτυχία του άλμπουμ.
Με τους ντυλανικούς στίχους και το «οικονομικό» παίξιμο στην κιθάρα, το τραγούδι σημάδεψε μια εποχή που σηματοδοτείται από τη φθίνουσα πορεία της μουσικής ντίσκο και την άνοδο του πανκ-ροκ. To «Sultans of Swing» αναφέρεται στα μέλη ενός τζαζ γκρουπ της εργατικής τάξης, που το μόνο που θέλουν είναι να παίξουν τη μουσική τους και δεν τους ενδιαφέρει η επιτυχία.
Το σόλο του Μαρκ Νόπφλερ στην κιθάρα κατατάχθηκε στην 22η θέση στον κατάλογο με τα καλύτερα κιθαριστικά σόλο, που κατάρτισε το περιοδικό «Guitar World». Η απόλυτη ερμηνεία του τραγουδιού είναι η 11λεπτη ζωντανή εκδοχή του στη συναυλία συμπαράστασης για την αποφυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα, που δόθηκε στο Γουέμπλεϊ το 1988, με τη συμμετοχή του Έρικ Κλάπτον.
Strangers in the Night
Ρομαντικό ποπ τραγούδι του 1966, που έγινε επιτυχία από τον Φρανκ Σινάτρα και παραμένει κλασσικό στο είδος του.
Γράφτηκε από το κροάτη συνθέτη Ίβο Ρόμπιτς και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Σπλιτ με τίτλο «Stranci u Noci». Ο συνθέτης το ξαναηχογράφησε αργότερα στα γερμανικά με τον τίτλο «Fremde in der Nacht».
Ο γερμανός συνθέτης Μπερτ Κέμπφερτ χρησιμοποίησε τη μουσική του στο σάουντρακ της κωμωδίας του Ρόναλντ Νιμ «A man Could Get Killed» («Κάποιος μπορούσε να πεθάνει» στα ελληνικά), με πρωταγωνιστές τον Τζέιμς Γκάρνερ και τη Μελίνα Μερκούρη. Στη συνέχεια, ετοίμασε την αγγλική εκδοχή του τραγουδιού, σε στίχους Τσαρλς Σίνγκλετον και Έντι Σνάιντερ. Με τίτλο «Strangers in the night» το τραγούδι αναφέρεται σ' έναν έρωτα με την πρώτη ματιά. Ο Σινάτρα μπήκε στο στούντιο και το ηχογράφησε στις 11 Απριλίου 1966 με την ορχήστρα του Νέλσον Ριντλ.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε ένα μήνα αργότερα κι έγινε παγκόσμια επιτυχία. Στις 2 Ιουνίου ανέβηκε για τρεις εβδομάδες στο Νο1 του αγγλικού πίνακα επιτυχιών και στις 2 Ιουλίου για μία εβδομάδα στο Νο1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Σινάτρα από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και μάλιστα σε μια εποχή, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη η «βρετανική μουσική εισβολή» στις ΗΠΑ με τους Beatles και τους Rolling Stones. Το «Strangers in the night» έδωσε το όνομά του και στο άλμπουμ που κυκλοφόρησε την ίδια περίοδο και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Σινάτρα.
Παρά τη μεγάλη επιτυχία, ο αμερικανός «κρούνερ» μίσησε όσο κανένα το τραγούδι του αυτό. Σε συνεντεύξεις του το χαρακτήρισε «ένα κομμάτι από σκατά» και «το χειρότερο τραγούδι που έχω ακούσει ποτέ». Αντίθετα, η μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ τον επιβράβευσε με τέσσερα Γκράμι τον επόμενο χρόνο.
Η πατρότητα του «Strangers in the Night» αμφισβητήθηκε από τον συνθέτη Ραλφ Σίκορελ, που ισχυρίστηκε ότι τα 24 από τα 32 μέτρα του τραγουδιού είναι ίδια με του δικού του τραγουδιού «You Are my Love». Η υπόθεση έφθασε στα δικαστήρια το 1966 και λύθηκε εξωδικαστικά χρόνια αργότερα. Ακόμα και σήμερα, ο Σίκορελ υποστηρίζει ότι «δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε».
Το «Strangers in the Night» έχει τραγουδηθεί από πολλούς και σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως οι: Τζέιμς Μπράουν, Σίρλεϊ Μπάσεϊ, Πετιούλα Κλαρκ, Μπάρι Μάνιλοου, Μπέτι Μίντλερ, Μελ Τορμέ, Πέγκι Λι, Ένγκελμπερτ Χάμπερντινγκ και U2.
Strangers in the Night
Strangers in the night exchanging glances
Wond'ring in the night, what were the chances?
We'd be sharing love before the night was through
Something in your eyes was so inviting
Something in your smile was so exciting
Something in my heart told me I must have you
Strangers in the night, two lonely people
We were strangers in the night up to the moment
When we said our first hello
Little did we know
Love was just a glance away,
A warm, embracing dance away and
Ever since that night, we've been together
Lovers at first sight in love forever
It turned out so right
For strangers in the night
(Instrumental Bridge)
Love was just a glance away,
A warm, embracing dance away
Ever since that night, we've been together
Lovers at first sight in love forever
It turned out so right
For strangers in the night
Ρομαντικό ποπ τραγούδι του 1966, που έγινε επιτυχία από τον Φρανκ Σινάτρα και παραμένει κλασσικό στο είδος του.
Γράφτηκε από το κροάτη συνθέτη Ίβο Ρόμπιτς και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Σπλιτ με τίτλο «Stranci u Noci». Ο συνθέτης το ξαναηχογράφησε αργότερα στα γερμανικά με τον τίτλο «Fremde in der Nacht».
Ο γερμανός συνθέτης Μπερτ Κέμπφερτ χρησιμοποίησε τη μουσική του στο σάουντρακ της κωμωδίας του Ρόναλντ Νιμ «A man Could Get Killed» («Κάποιος μπορούσε να πεθάνει» στα ελληνικά), με πρωταγωνιστές τον Τζέιμς Γκάρνερ και τη Μελίνα Μερκούρη. Στη συνέχεια, ετοίμασε την αγγλική εκδοχή του τραγουδιού, σε στίχους Τσαρλς Σίνγκλετον και Έντι Σνάιντερ. Με τίτλο «Strangers in the night» το τραγούδι αναφέρεται σ' έναν έρωτα με την πρώτη ματιά. Ο Σινάτρα μπήκε στο στούντιο και το ηχογράφησε στις 11 Απριλίου 1966 με την ορχήστρα του Νέλσον Ριντλ.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε ένα μήνα αργότερα κι έγινε παγκόσμια επιτυχία. Στις 2 Ιουνίου ανέβηκε για τρεις εβδομάδες στο Νο1 του αγγλικού πίνακα επιτυχιών και στις 2 Ιουλίου για μία εβδομάδα στο Νο1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Σινάτρα από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και μάλιστα σε μια εποχή, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη η «βρετανική μουσική εισβολή» στις ΗΠΑ με τους Beatles και τους Rolling Stones. Το «Strangers in the night» έδωσε το όνομά του και στο άλμπουμ που κυκλοφόρησε την ίδια περίοδο και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Σινάτρα.
Παρά τη μεγάλη επιτυχία, ο αμερικανός «κρούνερ» μίσησε όσο κανένα το τραγούδι του αυτό. Σε συνεντεύξεις του το χαρακτήρισε «ένα κομμάτι από σκατά» και «το χειρότερο τραγούδι που έχω ακούσει ποτέ». Αντίθετα, η μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ τον επιβράβευσε με τέσσερα Γκράμι τον επόμενο χρόνο.
Η πατρότητα του «Strangers in the Night» αμφισβητήθηκε από τον συνθέτη Ραλφ Σίκορελ, που ισχυρίστηκε ότι τα 24 από τα 32 μέτρα του τραγουδιού είναι ίδια με του δικού του τραγουδιού «You Are my Love». Η υπόθεση έφθασε στα δικαστήρια το 1966 και λύθηκε εξωδικαστικά χρόνια αργότερα. Ακόμα και σήμερα, ο Σίκορελ υποστηρίζει ότι «δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε».
Το «Strangers in the Night» έχει τραγουδηθεί από πολλούς και σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως οι: Τζέιμς Μπράουν, Σίρλεϊ Μπάσεϊ, Πετιούλα Κλαρκ, Μπάρι Μάνιλοου, Μπέτι Μίντλερ, Μελ Τορμέ, Πέγκι Λι, Ένγκελμπερτ Χάμπερντινγκ και U2.
Strangers in the Night
Strangers in the night exchanging glances
Wond'ring in the night, what were the chances?
We'd be sharing love before the night was through
Something in your eyes was so inviting
Something in your smile was so exciting
Something in my heart told me I must have you
Strangers in the night, two lonely people
We were strangers in the night up to the moment
When we said our first hello
Little did we know
Love was just a glance away,
A warm, embracing dance away and
Ever since that night, we've been together
Lovers at first sight in love forever
It turned out so right
For strangers in the night
(Instrumental Bridge)
Love was just a glance away,
A warm, embracing dance away
Ever since that night, we've been together
Lovers at first sight in love forever
It turned out so right
For strangers in the night
Smoke on the Water
Εμβληματικό τραγούδι του χαρντ-ροκ, που έγραψαν οι Deep Purple τον Δεκέμβριο 1971, με διαχρονική επιτυχία και στη χώρα μας. Το πασίγνωστο ριφ (riff = σύντομη επαναλαμβανόμενη μουσική φράση) του «Smoke on the Water» έχει απασχολήσει και παιδέψει αμέτρητους εκκολαπτόμενος ηλεκτρικούς κιθαριστές.
Οι στίχοι του τραγουδιού βασίζονται σε ένα πραγματικό γεγονός. Στις 4 Δεκεμβρίου 1971 τα μέλη του συγκροτήματος βρίσκονταν στο Μοντρέ της Ελβετίας για να ηχογραφήσουν τα τραγούδια του νέου τους άλμπουμ. Την ίδια μέρα, ο μεγάλος Φρανκ Ζάππα έδινε συναυλία στο Καζίνο της πόλης με το συγκρότημά του Mothers of Invention. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του τραγουδιού «King Kong», εκτοξεύθηκε από τη μεριά των θεατών ένα βεγγαλικό. Βρήκε στην εύφλεκτη οροφή της αίθουσας και αμέσως όλο το κτιριακό συγκρότημα του Καζίνο τυλίχθηκε στις φλόγες και καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ευτυχώς, δεν υπήρξαν θύματα, παρά μόνο λίγοι ελαφρά τραυματίες. Οι καταστροφές ήταν μεγάλες και υπολογίστηκαν σε 12 εκατομμύρια δολάρια, συμπεριλαμβανομένου και του μουσικού εξοπλισμού του Φρανκ Ζάππα. Τα μέλη των Deep Purple από το ξενοδοχείο τους έβλεπαν τον καπνό από το φλεγόμενο Καζίνο να ανεβαίνει πάνω στη λίμνη. Ο Ρίτσι Μπλάκμορ σκάρωσε τις πρώτες νότες του τραγουδιού και ο μπασίστας Ρότζερ Γκλόβερ έριξε την ιδέα να του δώσουν τον τίτλο «Smoke on the Water». Οι στίχοι γράφτηκαν αργότερα.
To «Smoke on the Water» αποτέλεσε ένα από τα επτά τραγούδια του κορυφαίου άλμπουμ των Deep Purple «Machine Head», που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1972. Το τραγούδι γνώρισε τεράστια επιτυχία, παρά την περί του αντιθέτου πρόβλεψη των μελών του συγκροτήματος και το 1973 κυκλοφόρησε και ως σινγκλ. Από τότε βρίσκεται σταθερά στο ρεπερτόριο των συναυλιών των Deep Purple, των επιμέρους σχημάτων που δημιούργησαν τα μέλη τους και κάθε ηλεκτρικού κιθαρίστα που σέβεται τον εαυτό του, αφού έχει την ευκαιρία να σολάρει και να επιδείξει τη δεξιοτεχνία του.
To «Smoke on the Water» τιμήθηκε από την πόλη του Μοντρέ με ένα άγαλμα στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, που περιλαμβάνει το όνομα του συγκροτήματος, τον τίτλο του τραγουδιού και το ριφ με νότες. Το 1994, 1.322 κιθαρίστες μαζεύτηκαν στο Βανκούβερ του Καναδά για να παίξουν το διάσημο ριφ και να γραφτούν στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Το ρεκόρ τους κράτησε 13 χρόνια και καταρρίφθηκε στις 3 Ιουνίου 2007 από 1.683 κιθαρίστες, που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση ενός ραδιοφωνικού σταθμού στο Κάνσας Σίτυ του Κεντάκι.
Smoke on the Water
(Blackmore/Gillan/Glover/Paice/Lord)
We all came out to Μontreux
On the lake Geneva shoreline
To make records with a mobile
We didnt have much time
Frank Ζappa and the Μothers
Were at the best place around
But some stupid with a flare gun
Burned the place to the ground
Smoke on the water, fire in the sky
They burned down the gambling house
It died with an awful sound
Funky Claude was running in and out
Pulling kids out the ground
When it all was over
We had to find another place
But swiss time was running out
It seemed that we would lose the race
Smoke on the water, fire in the sky
We ended up at the grand hotel
It was empty cold and bare
But with the rolling truck stones thing just outside
Making our music there
With a few red lights and a few old beds
We make a place to sweat
No matter what we get out of this
I know well never forget
Smoke on the water, fire in the sky.
Εμβληματικό τραγούδι του χαρντ-ροκ, που έγραψαν οι Deep Purple τον Δεκέμβριο 1971, με διαχρονική επιτυχία και στη χώρα μας. Το πασίγνωστο ριφ (riff = σύντομη επαναλαμβανόμενη μουσική φράση) του «Smoke on the Water» έχει απασχολήσει και παιδέψει αμέτρητους εκκολαπτόμενος ηλεκτρικούς κιθαριστές.
Οι στίχοι του τραγουδιού βασίζονται σε ένα πραγματικό γεγονός. Στις 4 Δεκεμβρίου 1971 τα μέλη του συγκροτήματος βρίσκονταν στο Μοντρέ της Ελβετίας για να ηχογραφήσουν τα τραγούδια του νέου τους άλμπουμ. Την ίδια μέρα, ο μεγάλος Φρανκ Ζάππα έδινε συναυλία στο Καζίνο της πόλης με το συγκρότημά του Mothers of Invention. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του τραγουδιού «King Kong», εκτοξεύθηκε από τη μεριά των θεατών ένα βεγγαλικό. Βρήκε στην εύφλεκτη οροφή της αίθουσας και αμέσως όλο το κτιριακό συγκρότημα του Καζίνο τυλίχθηκε στις φλόγες και καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ευτυχώς, δεν υπήρξαν θύματα, παρά μόνο λίγοι ελαφρά τραυματίες. Οι καταστροφές ήταν μεγάλες και υπολογίστηκαν σε 12 εκατομμύρια δολάρια, συμπεριλαμβανομένου και του μουσικού εξοπλισμού του Φρανκ Ζάππα. Τα μέλη των Deep Purple από το ξενοδοχείο τους έβλεπαν τον καπνό από το φλεγόμενο Καζίνο να ανεβαίνει πάνω στη λίμνη. Ο Ρίτσι Μπλάκμορ σκάρωσε τις πρώτες νότες του τραγουδιού και ο μπασίστας Ρότζερ Γκλόβερ έριξε την ιδέα να του δώσουν τον τίτλο «Smoke on the Water». Οι στίχοι γράφτηκαν αργότερα.
To «Smoke on the Water» αποτέλεσε ένα από τα επτά τραγούδια του κορυφαίου άλμπουμ των Deep Purple «Machine Head», που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1972. Το τραγούδι γνώρισε τεράστια επιτυχία, παρά την περί του αντιθέτου πρόβλεψη των μελών του συγκροτήματος και το 1973 κυκλοφόρησε και ως σινγκλ. Από τότε βρίσκεται σταθερά στο ρεπερτόριο των συναυλιών των Deep Purple, των επιμέρους σχημάτων που δημιούργησαν τα μέλη τους και κάθε ηλεκτρικού κιθαρίστα που σέβεται τον εαυτό του, αφού έχει την ευκαιρία να σολάρει και να επιδείξει τη δεξιοτεχνία του.
To «Smoke on the Water» τιμήθηκε από την πόλη του Μοντρέ με ένα άγαλμα στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, που περιλαμβάνει το όνομα του συγκροτήματος, τον τίτλο του τραγουδιού και το ριφ με νότες. Το 1994, 1.322 κιθαρίστες μαζεύτηκαν στο Βανκούβερ του Καναδά για να παίξουν το διάσημο ριφ και να γραφτούν στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Το ρεκόρ τους κράτησε 13 χρόνια και καταρρίφθηκε στις 3 Ιουνίου 2007 από 1.683 κιθαρίστες, που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση ενός ραδιοφωνικού σταθμού στο Κάνσας Σίτυ του Κεντάκι.
Smoke on the Water
(Blackmore/Gillan/Glover/Paice/Lord)
We all came out to Μontreux
On the lake Geneva shoreline
To make records with a mobile
We didnt have much time
Frank Ζappa and the Μothers
Were at the best place around
But some stupid with a flare gun
Burned the place to the ground
Smoke on the water, fire in the sky
They burned down the gambling house
It died with an awful sound
Funky Claude was running in and out
Pulling kids out the ground
When it all was over
We had to find another place
But swiss time was running out
It seemed that we would lose the race
Smoke on the water, fire in the sky
We ended up at the grand hotel
It was empty cold and bare
But with the rolling truck stones thing just outside
Making our music there
With a few red lights and a few old beds
We make a place to sweat
No matter what we get out of this
I know well never forget
Smoke on the water, fire in the sky.
Sgt Peppers Lonely Hearts Club Band
Για πολλούς κριτικούς το κορυφαίο άλμπουμ της ροκ μουσικής. Δημιουργία των Beatles, κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου 1967, ύστερα από κυοφορία πεντέμισι μηνών στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ. Άλμπουμ καινοτόμο, από τον ήχο έως το εξώφυλλό του, συνδύασε εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.
Το «Sgt Peppers» άρχισε να ηχογραφείται, όταν η μανία του νεαρόκοσμου για τα «Σκαθάρια» άρχισε να υποχωρεί. Το επεδίωξαν και οι ίδιοι οι Μπητλς, που αποφάσισαν να σταματήσουν τις συναυλίες τον Αύγουστο του 1966 και να αφοσιωθούν στη δισκογραφία. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού τους στην Αφρική σκέφθηκαν να δημιουργήσουν ένα θεματικό άλμπουμ (concept album) για μια φανταστική ορχήστρα με επικεφαλής τον Λοχία Πέπερ, η οποία θα έδινε ένα φανταστικό κοντσέρτο μπροστά σ' ένα φανταστικό κοινό, ενώ οι τέσσερις Μπιτλς θα υποδύονταν συγκεκριμένους ρόλους. Το σχέδιο δεν τους βγήκε απόλυτα, αλλά δημιούργησαν μια σειρά από μουσικά κομψοτεχνήματα, με την καθοριστική συνδρομή του παραγωγού τους Τζορτζ Μάρτιν, όπου η ψυχεδέλεια, η κλασσική μουσική, το ροκ εντ ρολ και το μιούζικ-χολ, δένουν αρμονικά.
Οι τέσσερις Beatles μπήκαν στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ στις 6 Δεκεμβρίου του 1966 και βγήκαν στις 21 Απριλίου 1967, την μέρα που η Ελλάδα έμπαινε στο «γύψο» των συνταγματαρχών. Για τα τραγούδια του άλμπουμ χρειάστηκαν 700 ώρες ηχογραφήσεων. Άπιαστο όνειρο για άλλους καλλιτέχνες, όχι όμως και για τους Beatles, που ως σούπερ γκρουπ, είχαν το απόλυτο ελεύθερο από την ΕΜΙ.
Την περίοδο που ηχογραφούσαν το «Sgt Peppers», τα μουσικά ενδιαφέροντα των Beatles δεν επικεντρώνονταν μόνο στις απλές ποπ μελωδίες των αρχών της καριέρας τους. Τους ενδιέφεραν οι ήχοι της Ανατολής, ήταν εξοικειωμένοι με τον συμφωνικό ήχο και τα ηλεκτρικά όργανα (όργανο, πιάνο κ.ά.). Το πλήθος των μουσικών εφέ, που σιγά - σιγά γινόταν κτήμα των μουσικών, αλλά και οι νέες τεχνικές ηχογράφησης, συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα. Στο άλμπουμ χώρεσαν τελικά 13 τραγούδια με χρονική διάρκεια 39 λεπτά και 43 δευτερόλεπτα και έμειναν έξω, για να συμπεριληφθούν σε επόμενα άλμπουμ τους, τα τραγούδια «Strawberry Fields Forever» και «Penny Lane».
Το «Sgt Peppers» κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου 1967 και ήταν το όγδοο άλμπουμ της δισκογραφίας τους. Σε σύντομο διάστημα ανέβηκε στο Νο1 των τσαρτ της Μεγάλης Βρετανίας (27 εβδομάδες) και Ηνωμένων Πολιτειών (15 εβδομάδες), ενώ διθυραμβικές ήταν και οι κριτικές. Ο διακεκριμένος μουσικοκριτικός των Times του Λονδίνου Κένεθ Τάιναν χαρακτήρισε το Sgt Peppers, ως «μία σημαντική στιγμή στην ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού».
Ένας από τους δεινούς επικριτές του «Sgt Peppers» υπήρξε ο σπουδαίος μουσικός Φρανκ Ζάππα, ο οποίος κατηγόρησε τους Beatles ότι εμπορευματοποίησαν την αισθητική του χίπικου κινήματος (flower power). «Το έκαναν μόνο για το χρήμα» τόνιζε σ' ένα άρθρο του στο περιοδικό Rolling Stone. Και φρόντισε να το διακωμωδήσει αργότερα στο άλμπουμ του «We're Only in it for the money», με εξώφυλλο μια παρωδία του περίφημου εξωφύλλου του «Sgt Peppers».
Ο δίσκος τιμήθηκε και από τη μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ. Το 1968 απέσπασε Βραβείο Γκράμι για το άλμπουμ της χρονιάς, που δινόταν για πρώτη φορά σε ροκ άλμπουμ. Με Γκράμι τιμήθηκε και το περίφημο εξώφυλλο του δίσκου, δημιουργία του γκαλερίστα Ρόμπερτ Φρέιζερ με τη συνεργασία του Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Είναι ένα κολάζ στο κλίμα της ποπ-αρτ, που απεικονίζει τα «τέσσερα σκαθάρια» ντυμένα με εδουαρδιανά ρούχα και περιτριγυρισμένα από διάσημες προσωπικότητες, καλλιτέχνες και μη.
Τα τραγούδια του άλμπουμ
1. «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band» 2:02
2. «With a Little Help from My Friends» 2:46
3. «Lucy in the Sky with Diamonds» 3:30
4. «Getting Better» 2:49
5. «Fixing a Hole» 2:38
6. «She's Leaving Home» 3:37
7. «Being for the Benefit of Mr. Kite!» 2:39
8. «Within You Without You» (Harrison) 5:07
9. «When I'm Sixty-Four» 2:37
10. «Lovely Rita» 2:44
11. «Good Morning Good Morning» 2:43
12. «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band (Reprise)» 1:20
13. «A Day in the Life» 5:33
Για πολλούς κριτικούς το κορυφαίο άλμπουμ της ροκ μουσικής. Δημιουργία των Beatles, κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου 1967, ύστερα από κυοφορία πεντέμισι μηνών στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ. Άλμπουμ καινοτόμο, από τον ήχο έως το εξώφυλλό του, συνδύασε εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.
Το «Sgt Peppers» άρχισε να ηχογραφείται, όταν η μανία του νεαρόκοσμου για τα «Σκαθάρια» άρχισε να υποχωρεί. Το επεδίωξαν και οι ίδιοι οι Μπητλς, που αποφάσισαν να σταματήσουν τις συναυλίες τον Αύγουστο του 1966 και να αφοσιωθούν στη δισκογραφία. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού τους στην Αφρική σκέφθηκαν να δημιουργήσουν ένα θεματικό άλμπουμ (concept album) για μια φανταστική ορχήστρα με επικεφαλής τον Λοχία Πέπερ, η οποία θα έδινε ένα φανταστικό κοντσέρτο μπροστά σ' ένα φανταστικό κοινό, ενώ οι τέσσερις Μπιτλς θα υποδύονταν συγκεκριμένους ρόλους. Το σχέδιο δεν τους βγήκε απόλυτα, αλλά δημιούργησαν μια σειρά από μουσικά κομψοτεχνήματα, με την καθοριστική συνδρομή του παραγωγού τους Τζορτζ Μάρτιν, όπου η ψυχεδέλεια, η κλασσική μουσική, το ροκ εντ ρολ και το μιούζικ-χολ, δένουν αρμονικά.
Οι τέσσερις Beatles μπήκαν στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ στις 6 Δεκεμβρίου του 1966 και βγήκαν στις 21 Απριλίου 1967, την μέρα που η Ελλάδα έμπαινε στο «γύψο» των συνταγματαρχών. Για τα τραγούδια του άλμπουμ χρειάστηκαν 700 ώρες ηχογραφήσεων. Άπιαστο όνειρο για άλλους καλλιτέχνες, όχι όμως και για τους Beatles, που ως σούπερ γκρουπ, είχαν το απόλυτο ελεύθερο από την ΕΜΙ.
Την περίοδο που ηχογραφούσαν το «Sgt Peppers», τα μουσικά ενδιαφέροντα των Beatles δεν επικεντρώνονταν μόνο στις απλές ποπ μελωδίες των αρχών της καριέρας τους. Τους ενδιέφεραν οι ήχοι της Ανατολής, ήταν εξοικειωμένοι με τον συμφωνικό ήχο και τα ηλεκτρικά όργανα (όργανο, πιάνο κ.ά.). Το πλήθος των μουσικών εφέ, που σιγά - σιγά γινόταν κτήμα των μουσικών, αλλά και οι νέες τεχνικές ηχογράφησης, συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα. Στο άλμπουμ χώρεσαν τελικά 13 τραγούδια με χρονική διάρκεια 39 λεπτά και 43 δευτερόλεπτα και έμειναν έξω, για να συμπεριληφθούν σε επόμενα άλμπουμ τους, τα τραγούδια «Strawberry Fields Forever» και «Penny Lane».
Το «Sgt Peppers» κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου 1967 και ήταν το όγδοο άλμπουμ της δισκογραφίας τους. Σε σύντομο διάστημα ανέβηκε στο Νο1 των τσαρτ της Μεγάλης Βρετανίας (27 εβδομάδες) και Ηνωμένων Πολιτειών (15 εβδομάδες), ενώ διθυραμβικές ήταν και οι κριτικές. Ο διακεκριμένος μουσικοκριτικός των Times του Λονδίνου Κένεθ Τάιναν χαρακτήρισε το Sgt Peppers, ως «μία σημαντική στιγμή στην ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού».
Ένας από τους δεινούς επικριτές του «Sgt Peppers» υπήρξε ο σπουδαίος μουσικός Φρανκ Ζάππα, ο οποίος κατηγόρησε τους Beatles ότι εμπορευματοποίησαν την αισθητική του χίπικου κινήματος (flower power). «Το έκαναν μόνο για το χρήμα» τόνιζε σ' ένα άρθρο του στο περιοδικό Rolling Stone. Και φρόντισε να το διακωμωδήσει αργότερα στο άλμπουμ του «We're Only in it for the money», με εξώφυλλο μια παρωδία του περίφημου εξωφύλλου του «Sgt Peppers».
Ο δίσκος τιμήθηκε και από τη μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ. Το 1968 απέσπασε Βραβείο Γκράμι για το άλμπουμ της χρονιάς, που δινόταν για πρώτη φορά σε ροκ άλμπουμ. Με Γκράμι τιμήθηκε και το περίφημο εξώφυλλο του δίσκου, δημιουργία του γκαλερίστα Ρόμπερτ Φρέιζερ με τη συνεργασία του Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Είναι ένα κολάζ στο κλίμα της ποπ-αρτ, που απεικονίζει τα «τέσσερα σκαθάρια» ντυμένα με εδουαρδιανά ρούχα και περιτριγυρισμένα από διάσημες προσωπικότητες, καλλιτέχνες και μη.
Τα τραγούδια του άλμπουμ
1. «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band» 2:02
2. «With a Little Help from My Friends» 2:46
3. «Lucy in the Sky with Diamonds» 3:30
4. «Getting Better» 2:49
5. «Fixing a Hole» 2:38
6. «She's Leaving Home» 3:37
7. «Being for the Benefit of Mr. Kite!» 2:39
8. «Within You Without You» (Harrison) 5:07
9. «When I'm Sixty-Four» 2:37
10. «Lovely Rita» 2:44
11. «Good Morning Good Morning» 2:43
12. «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band (Reprise)» 1:20
13. «A Day in the Life» 5:33
Satisfaction
Ύμνος της ροκ μουσικής και σήμα κατατεθέν της τραγουδοποιίας των Rolling Stones.
Η γέννηση του «Satisfaction» κυοφορήθηκε ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1965 στο μυαλό του Κιθ Ρίτσαρντς. Ο νεαρός κιθαρίστας μόλις είχε πέσει για ύπνο, όταν του ήρθε η ιδέα. Αμέσως σηκώθηκε, πήρε το κασετοφωνάκι του και ψιθύρισε μια μελωδία, ενώ σε ένα κομμάτι χαρτί έγραψε τις λέξεις «I can't get no satisfaction». Στη συνέχεια επέστρεψε στο κρεβάτι του για να συνεχίσει τον ύπνο του. Το τραγούδι, που χαρακτήρισε μια ολόκληρη γενιά, βρισκόταν στα σπάργανα.
Στις αρχές Μαίου οι Στόουνς καταπιάστηκαν με το κομμάτι στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Κλίαργουοτερ της Φλώριδας. Ο Τζάγκερ έγραψε τους τολμηρούς για την εποχή στίχους με τα σεξουαλικά υπονοούμενα και το αντικαταναλωτικό μήνυμα. Ο Ρίτσαρντς δίσταζε να προχωρήσει στην ηχογράφησή του, γιατί πίστευε ότι έμοιαζε με το τραγούδι των Martha and the Vandellas «Dancing in the Street» (το ερμήνευσε χρόνια αργότερα ο Τζάγκερ με τον Μπάουι για φιλανθρωπικό σκοπό).
Πείστηκε, όμως, και το συγκρότημα μπήκε στα στούντιο της Τσες στο Σικάγο στις 10 Μαίου 1965. Το ξαναηχογράφησαν λίγες μέρες αργότερα στο Λος Αντζελες, εμπλουτίζοντας με εφέ το κιθαριστικό του μέρος. Το «Sarisfaction» κυκλοφόρησε στις 6 Ιουνίου 1965 στις ΗΠΑ ως προπομπός του άλμπουμ του συγκροτήματος «Out of our Ηeads». Στην Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη θα κυκλοφορήσει στις 20 Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν άμεση και απογείωσε την καριέρα των Rolling Stones. Αμέσως μπήκε στο Hot 100 του Billboard και παρέμεινε στο Νο1 για τέσσερεις εβδομάδες. Άμεση, όμως, ήταν η αντίδραση. Από κάποιους συντηρητικούς κύκλους, το τραγούδι θεωρήθηκε ανήθικο και επικίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη. Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης απαγορεύτηκε αρχικά κι έγινε γνωστό μέσα από τους πειρατικούς σταθμούς, ενώ και οι Στόουνς σε κάποιες εμφανίσεις τους αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τους στίχους του τραγουδιού.
Το Satisfaction θεωρείται σήμερα ένα από τα τραγούδια που σημάδεψαν το ροκ και το νεολαιίστικο κίνημα της δεκαετίας του '60. Στον κατάλογο του περιοδικού Rolling Stone με τα 500 κορυφαία τραγούδια όλων των εποχών κατέχει τη 2η θέση και πρόσφατα η Βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κογκρέσου το συμπεριέλαβε στους καταλόγους της. Πολλοί καλλιτέχνες και συγκροτήματα το έχουν ερμηνεύσει και διασκευάσει (Otis Redding, Devo, Britney Spears, The Supremes, The Residents κ.ά.), ενώ αποτελεί σταθερή επιλογή του συναυλιακού ρεπερτορίου των Rolling Stones.
Ύμνος της ροκ μουσικής και σήμα κατατεθέν της τραγουδοποιίας των Rolling Stones.
Η γέννηση του «Satisfaction» κυοφορήθηκε ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1965 στο μυαλό του Κιθ Ρίτσαρντς. Ο νεαρός κιθαρίστας μόλις είχε πέσει για ύπνο, όταν του ήρθε η ιδέα. Αμέσως σηκώθηκε, πήρε το κασετοφωνάκι του και ψιθύρισε μια μελωδία, ενώ σε ένα κομμάτι χαρτί έγραψε τις λέξεις «I can't get no satisfaction». Στη συνέχεια επέστρεψε στο κρεβάτι του για να συνεχίσει τον ύπνο του. Το τραγούδι, που χαρακτήρισε μια ολόκληρη γενιά, βρισκόταν στα σπάργανα.
Στις αρχές Μαίου οι Στόουνς καταπιάστηκαν με το κομμάτι στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Κλίαργουοτερ της Φλώριδας. Ο Τζάγκερ έγραψε τους τολμηρούς για την εποχή στίχους με τα σεξουαλικά υπονοούμενα και το αντικαταναλωτικό μήνυμα. Ο Ρίτσαρντς δίσταζε να προχωρήσει στην ηχογράφησή του, γιατί πίστευε ότι έμοιαζε με το τραγούδι των Martha and the Vandellas «Dancing in the Street» (το ερμήνευσε χρόνια αργότερα ο Τζάγκερ με τον Μπάουι για φιλανθρωπικό σκοπό).
Πείστηκε, όμως, και το συγκρότημα μπήκε στα στούντιο της Τσες στο Σικάγο στις 10 Μαίου 1965. Το ξαναηχογράφησαν λίγες μέρες αργότερα στο Λος Αντζελες, εμπλουτίζοντας με εφέ το κιθαριστικό του μέρος. Το «Sarisfaction» κυκλοφόρησε στις 6 Ιουνίου 1965 στις ΗΠΑ ως προπομπός του άλμπουμ του συγκροτήματος «Out of our Ηeads». Στην Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη θα κυκλοφορήσει στις 20 Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν άμεση και απογείωσε την καριέρα των Rolling Stones. Αμέσως μπήκε στο Hot 100 του Billboard και παρέμεινε στο Νο1 για τέσσερεις εβδομάδες. Άμεση, όμως, ήταν η αντίδραση. Από κάποιους συντηρητικούς κύκλους, το τραγούδι θεωρήθηκε ανήθικο και επικίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη. Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης απαγορεύτηκε αρχικά κι έγινε γνωστό μέσα από τους πειρατικούς σταθμούς, ενώ και οι Στόουνς σε κάποιες εμφανίσεις τους αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τους στίχους του τραγουδιού.
Το Satisfaction θεωρείται σήμερα ένα από τα τραγούδια που σημάδεψαν το ροκ και το νεολαιίστικο κίνημα της δεκαετίας του '60. Στον κατάλογο του περιοδικού Rolling Stone με τα 500 κορυφαία τραγούδια όλων των εποχών κατέχει τη 2η θέση και πρόσφατα η Βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κογκρέσου το συμπεριέλαβε στους καταλόγους της. Πολλοί καλλιτέχνες και συγκροτήματα το έχουν ερμηνεύσει και διασκευάσει (Otis Redding, Devo, Britney Spears, The Supremes, The Residents κ.ά.), ενώ αποτελεί σταθερή επιλογή του συναυλιακού ρεπερτορίου των Rolling Stones.
Please Please Me
Το πρώτο άλμπουμ των Beatles, που κυκλοφόρησε πριν από την ώρα του, για να κεφαλαιοποιήσει τη μεγάλη επιτυχία των σινγκλ «Please Please Me» και «Love me do». Η διάθεσή του σε δίσκο 33 στροφών άρχισε στις 22 Μαρτίου 1963 (μονοφωνική εγγραφή) και σε CD στις 26 Φεβρουαρίου 1987. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε στο Νο1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών.
Ο δίσκος περιλαμβάνει 14 τραγούδια, 8 από τα οποία υπογράφουν οι Πολ ΜακΚάρτνεϊ και Τζον Λένον, που ως συνθετική δυάδα θα γράψουν στη συνέχεια το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ποπ μουσικής. Τα 4 τραγούδια είχαν κυκλοφορήσει προηγουμένως και τα 10 ηχογραφήθηκαν μέσα σε μία μέρα, στις 11 Φεβρουαρίου 1963.
Οι τέσσερις Beatles και ο παραγωγός τους Τζορτζ Μάρτιν μπήκαν στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ στις 10 το πρωί και μέσα σε 585 λεπτά είχαν ολοκληρώσει την ηχογράφηση, όχι μόνο 10 τραγουδιών, αλλά 11. Το ενδέκατο ήταν το «Hold me Tight», που δεν χώρεσε στο άλμπουμ και συμπεριλήφθηκε στο επόμενο «With the Beatles», αφού ηχογραφήθηκε εκ νέου.
«Η ηχογράφηση κύλησε λες κι έδιναν συναυλία» θυμάται ο Τζορτζ Μάρτιν. Ο ήχος είναι φυσικός και συναυλιακός, μια αυθεντική αναπαράσταση της εποχής του Cavern Club. Έτσι, οι μηχανικοί ήχου λίγα πράγματα είχαν να προσθέσουν.
Η ηχογράφηση είχε και τα απρόβλεπτά της. Η φωνή του Τζον Λένον σχεδόν έκλεισε και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να τραγουδήσει τη διασκευή του κλασικού «Twist and Shout». Και όμως, έδωσε μια ανεπανάληπτη ερμηνεία. «Απορώ πώς τα κατάφερε» λέει ο Μάρτιν. «Ηχογραφούσαμε όλη την ημέρα και το καλύτερο το φύλαξε για το τέλος».
Ο Μάρτιν επιθυμούσε να δώσει στο άλμπουμ τον τίτλο «Off the Beatle Track», αλλά οι ιθύνοντες της Parlophone/EMI είχαν άλλη γνώμη και αποφάσισαν να το ονομάσουν «Please Please Me», από την ομώνυμη μεγάλη επιτυχία. Δύο από τα τραγούδια του άλμπουμ, το «I Saw Her Standing There» (Νο 139) και το «Please Please Me» (Νο 184), συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο του έγκυρου μουσικού περιοδικού Rolling Stone με τα 500 κορυφαία τραγούδια όλων των εποχών.
Το άλμπουμ «Please Please Me» περιλαμβάνει τα παρακάτω τραγούδια:
Πρώτη Πλευρά
1. «I Saw Her Standing There» (Lennon/McCartney) – 2:55
2. «Misery» (Lennon/McCartney) – 1:50
3. «Anna» (Arthur Alexander) – 2:57
4. «Chains» (Gerry Goffin/Carole King) – 2:26
5. «Boys» (Luther Dixon/Wes Farrell) – 2:27
6. «Ask Me Why» (Lennon/McCartney) – 2:27
7. «Please Please Me» (Lennon/McCartney) – 2:03
Δεύτερη Πλευρά
1. «Love Me Do» (Lennon/McCartney) – 2:22
2. «P.S. I Love You» (Lennon/McCartney) – 2:05
3. «Baby It's You» (David/Williams/ Bacharach) – 2:38
4. «Do You Want to Know a Secret¨» (Lennon/McCartney) – 1:59
5. «A Taste of Honey» (Bobby Scott/Ric Marlow) – 2:05
6. «There's a Place» (Lennon/McCartney) – 1:52
7. «Twist and Shout» (Phil Medley/Bert Russell) – 2:33
'Επαιξαν οι μουσικοί:
- Τζο Λένον: κιθάρες, φυσαρμόνικα, φωνητικά.
- Πολ ΜακΚάρτνεϊ: μπάσο, φωνητικά.
- Τζορτζ Χάρισον: ηλεκτρική κιθάρα, φωνητικά.
- Ρίνγκο Σταρ: ντραμς, φωνητικά και μαράκες, στο «P.S. I Love You».
- Τζορτζ Μάρτιν (παραγωγός): πιάνο, στα «Misery» και «Baby It's You».
- Άντi Γουάιτ: ντραμς, στα «Love Me Do» και «P.S. I Love You».
Το πρώτο άλμπουμ των Beatles, που κυκλοφόρησε πριν από την ώρα του, για να κεφαλαιοποιήσει τη μεγάλη επιτυχία των σινγκλ «Please Please Me» και «Love me do». Η διάθεσή του σε δίσκο 33 στροφών άρχισε στις 22 Μαρτίου 1963 (μονοφωνική εγγραφή) και σε CD στις 26 Φεβρουαρίου 1987. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε στο Νο1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών.
Ο δίσκος περιλαμβάνει 14 τραγούδια, 8 από τα οποία υπογράφουν οι Πολ ΜακΚάρτνεϊ και Τζον Λένον, που ως συνθετική δυάδα θα γράψουν στη συνέχεια το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ποπ μουσικής. Τα 4 τραγούδια είχαν κυκλοφορήσει προηγουμένως και τα 10 ηχογραφήθηκαν μέσα σε μία μέρα, στις 11 Φεβρουαρίου 1963.
Οι τέσσερις Beatles και ο παραγωγός τους Τζορτζ Μάρτιν μπήκαν στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ στις 10 το πρωί και μέσα σε 585 λεπτά είχαν ολοκληρώσει την ηχογράφηση, όχι μόνο 10 τραγουδιών, αλλά 11. Το ενδέκατο ήταν το «Hold me Tight», που δεν χώρεσε στο άλμπουμ και συμπεριλήφθηκε στο επόμενο «With the Beatles», αφού ηχογραφήθηκε εκ νέου.
«Η ηχογράφηση κύλησε λες κι έδιναν συναυλία» θυμάται ο Τζορτζ Μάρτιν. Ο ήχος είναι φυσικός και συναυλιακός, μια αυθεντική αναπαράσταση της εποχής του Cavern Club. Έτσι, οι μηχανικοί ήχου λίγα πράγματα είχαν να προσθέσουν.
Η ηχογράφηση είχε και τα απρόβλεπτά της. Η φωνή του Τζον Λένον σχεδόν έκλεισε και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να τραγουδήσει τη διασκευή του κλασικού «Twist and Shout». Και όμως, έδωσε μια ανεπανάληπτη ερμηνεία. «Απορώ πώς τα κατάφερε» λέει ο Μάρτιν. «Ηχογραφούσαμε όλη την ημέρα και το καλύτερο το φύλαξε για το τέλος».
Ο Μάρτιν επιθυμούσε να δώσει στο άλμπουμ τον τίτλο «Off the Beatle Track», αλλά οι ιθύνοντες της Parlophone/EMI είχαν άλλη γνώμη και αποφάσισαν να το ονομάσουν «Please Please Me», από την ομώνυμη μεγάλη επιτυχία. Δύο από τα τραγούδια του άλμπουμ, το «I Saw Her Standing There» (Νο 139) και το «Please Please Me» (Νο 184), συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο του έγκυρου μουσικού περιοδικού Rolling Stone με τα 500 κορυφαία τραγούδια όλων των εποχών.
Το άλμπουμ «Please Please Me» περιλαμβάνει τα παρακάτω τραγούδια:
Πρώτη Πλευρά
1. «I Saw Her Standing There» (Lennon/McCartney) – 2:55
2. «Misery» (Lennon/McCartney) – 1:50
3. «Anna» (Arthur Alexander) – 2:57
4. «Chains» (Gerry Goffin/Carole King) – 2:26
5. «Boys» (Luther Dixon/Wes Farrell) – 2:27
6. «Ask Me Why» (Lennon/McCartney) – 2:27
7. «Please Please Me» (Lennon/McCartney) – 2:03
Δεύτερη Πλευρά
1. «Love Me Do» (Lennon/McCartney) – 2:22
2. «P.S. I Love You» (Lennon/McCartney) – 2:05
3. «Baby It's You» (David/Williams/ Bacharach) – 2:38
4. «Do You Want to Know a Secret¨» (Lennon/McCartney) – 1:59
5. «A Taste of Honey» (Bobby Scott/Ric Marlow) – 2:05
6. «There's a Place» (Lennon/McCartney) – 1:52
7. «Twist and Shout» (Phil Medley/Bert Russell) – 2:33
'Επαιξαν οι μουσικοί:
- Τζο Λένον: κιθάρες, φυσαρμόνικα, φωνητικά.
- Πολ ΜακΚάρτνεϊ: μπάσο, φωνητικά.
- Τζορτζ Χάρισον: ηλεκτρική κιθάρα, φωνητικά.
- Ρίνγκο Σταρ: ντραμς, φωνητικά και μαράκες, στο «P.S. I Love You».
- Τζορτζ Μάρτιν (παραγωγός): πιάνο, στα «Misery» και «Baby It's You».
- Άντi Γουάιτ: ντραμς, στα «Love Me Do» και «P.S. I Love You».
Pet Sounds
Το «Pet Sounds» θεωρείται ως το καλύτερο άλμπουμ των Beach Boys κι ένα από τα κορυφαία της ποπ μουσικής. Υπήρξε δημιουργία του ηγέτη του συγκροτήματος Μπράιαν Γουίλσον, ενός ιδιοφυούς μουσικού που πάντα βρισκόταν σε μία δημιουργική αντιπαράθεση με τους Beatles, όταν δεν ήταν χαμένος στον κόσμο του.
Ο Γουίλσον, με θητεία στο ξένοιαστο surf-rock των αρχών της δεκαετίας του εξήντα, επιζητούσε κάτι πιο ουσιαστικό. Η αφορμή τού δόθηκε στα τέλη του 1965 από το άλμπουμ των Beatles «Rubber Soul». «Ήταν μία συλλογή τραγουδιών με εσωτερική συνοχή… σαν να ακούς ένα και μόνο κομμάτι… Έτσι μπήκα στο τριπάκι να δημιουργήσω ένα μεγάλο άλμπουμ» δήλωσε σε μία συνέντευξή του.
Ο Γουίλσον στρώθηκε στη δουλειά με τον στιχουργό Τόνι Άσερ και μέσα σε δύο μήνες είχαν έτοιμα μια σειρά τραγουδιών με μια ενιαία λογική, δηλαδή ένα concept album. Στιχουργικά το άλμπουμ αφηγείται τη δύσκολη μετάβαση ενός νεαρού αγοριού στην εφηβεία στην Αμερική της δεκαετίας του '60. Μουσικά ο Μπράιαν Γουίλσον δημιουργεί ένα πλούσιο συμφωνικό ήχο, με συμβατικά και εξωτικά όργανα, κόρνες, κουτάκια Κόκα-Κόλας, κραυγές σκύλων και φυσικά τα ανεπανάληπτα φωνητικά, που αποτελούν το σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος.
Το «Pet Sounds» κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ στις 16 Μαΐου 1966 από την Capitol Records. Δεν γνώρισε την επιτυχία που περίμενε ο δημιουργός του, ο οποίος τα έβαλε με τη δισκογραφική εταιρεία, επειδή κατά τη γνώμη του δεν προώθησε επαρκώς το άλμπουμ. Στη Μεγάλη Βρετανία, όμως, γνώρισε αποθεωτική υποδοχή και έφθασε μέχρι το Νο2 του πίνακα επιτυχιών.
Το «Wouldn't It Be Nice», το παραδοσιακό «Sloop John B» και το «Caroline No» είναι μερικά από τα κομψοτεχνήματα του δίσκου και φυσικά το «God Only Knows», που είναι το αγαπημένο τραγούδι του Πολ Μακάρτνεϊ των Beatles. Όπως αποκάλυψε σε μια συνέντευξή του, το «Pet Sounds» αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το δικό τους αριστούργημα «Sargeant Pepper's Lonely Heart's Club Band ».
Άλλωστε, τα δύο αυτά άλμπουμ συναγωνίζονται χρόνια τώρα για τον τίτλο του κορυφαίου άλμπουμ της ποπ μουσικής, σε δημοψηφίσματα που διοργανώνουν μουσικά έντυπα.
Το «Pet Sounds» θεωρείται ως το καλύτερο άλμπουμ των Beach Boys κι ένα από τα κορυφαία της ποπ μουσικής. Υπήρξε δημιουργία του ηγέτη του συγκροτήματος Μπράιαν Γουίλσον, ενός ιδιοφυούς μουσικού που πάντα βρισκόταν σε μία δημιουργική αντιπαράθεση με τους Beatles, όταν δεν ήταν χαμένος στον κόσμο του.
Ο Γουίλσον, με θητεία στο ξένοιαστο surf-rock των αρχών της δεκαετίας του εξήντα, επιζητούσε κάτι πιο ουσιαστικό. Η αφορμή τού δόθηκε στα τέλη του 1965 από το άλμπουμ των Beatles «Rubber Soul». «Ήταν μία συλλογή τραγουδιών με εσωτερική συνοχή… σαν να ακούς ένα και μόνο κομμάτι… Έτσι μπήκα στο τριπάκι να δημιουργήσω ένα μεγάλο άλμπουμ» δήλωσε σε μία συνέντευξή του.
Ο Γουίλσον στρώθηκε στη δουλειά με τον στιχουργό Τόνι Άσερ και μέσα σε δύο μήνες είχαν έτοιμα μια σειρά τραγουδιών με μια ενιαία λογική, δηλαδή ένα concept album. Στιχουργικά το άλμπουμ αφηγείται τη δύσκολη μετάβαση ενός νεαρού αγοριού στην εφηβεία στην Αμερική της δεκαετίας του '60. Μουσικά ο Μπράιαν Γουίλσον δημιουργεί ένα πλούσιο συμφωνικό ήχο, με συμβατικά και εξωτικά όργανα, κόρνες, κουτάκια Κόκα-Κόλας, κραυγές σκύλων και φυσικά τα ανεπανάληπτα φωνητικά, που αποτελούν το σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος.
Το «Pet Sounds» κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ στις 16 Μαΐου 1966 από την Capitol Records. Δεν γνώρισε την επιτυχία που περίμενε ο δημιουργός του, ο οποίος τα έβαλε με τη δισκογραφική εταιρεία, επειδή κατά τη γνώμη του δεν προώθησε επαρκώς το άλμπουμ. Στη Μεγάλη Βρετανία, όμως, γνώρισε αποθεωτική υποδοχή και έφθασε μέχρι το Νο2 του πίνακα επιτυχιών.
Το «Wouldn't It Be Nice», το παραδοσιακό «Sloop John B» και το «Caroline No» είναι μερικά από τα κομψοτεχνήματα του δίσκου και φυσικά το «God Only Knows», που είναι το αγαπημένο τραγούδι του Πολ Μακάρτνεϊ των Beatles. Όπως αποκάλυψε σε μια συνέντευξή του, το «Pet Sounds» αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το δικό τους αριστούργημα «Sargeant Pepper's Lonely Heart's Club Band ».
Άλλωστε, τα δύο αυτά άλμπουμ συναγωνίζονται χρόνια τώρα για τον τίτλο του κορυφαίου άλμπουμ της ποπ μουσικής, σε δημοψηφίσματα που διοργανώνουν μουσικά έντυπα.
One Love Peace Concert
Συναυλία για την καταλλαγή των πολιτικών παθών στην Τζαμάικα. Έγινε στις 22 Απριλίου 1978 στην πρωτεύουσα Κίνγκστον και πήραν μέρος μεγάλα ονόματα της μουσικής ρέγκε, με επικεφαλής τον Μπομπ Μάρλεϊ.
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 το νησί της ρέγκε και των ρασταφάρι βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Την Τζαμάικα κυβερνούσε το αριστερό Λαϊκό Εθνικό Κόμμα του πρωθυπουργού Μάικ Μάνλεϊ. Οι αντικαπιταλιστικές κορώνες και ο κρατικισμός του εξόργιζαν την πλουτοκρατία της χώρας. Την Ουάσιγκτον ενοχλούσαν οι στενοί δεσμοί του με τον Φιντέλ Κάστρο και η υποστήριξή του στην ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο, ενός γειτονικού νησιού με ειδική σχέση με τις ΗΠΑ. Η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και η ανεργία εκτοξευόταν στα ύψη. Η υψηλή εγκληματικότητα υπονόμευε την τουριστική εικόνα της χώρας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν τον συντηρητικό Έντουαρντ Σιάγκα, που ηγείτο του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος. Και οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί του νησιού δεν έπαιζαν με καθαρούς όρους το πολιτικό παιγνίδι. Διατηρούσαν στρατούς οπλοφόρων από τα γκέτο των μαύρων για να λύνουν τις πολιτικές τους διαφορές. Κανένας πολίτης της χώρας δεν βρισκόταν στο απυρόβλητο, ούτε και ο Μπομπ Μάρλεϊ, η μεγαλύτερη προσωπικότητα που ανέδειξε το νησί αυτό της Καραϊβικής.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1976 έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης, επειδή απλά θα συμμετείχε στη συναυλία «Smile Jamaica» που διοργάνωνε το Υπουργείο Πολιτισμού. Η περίοδος ήταν προεκλογική και οι οπλοφόροι του Εργατικού Κόμματος πίστεψαν ότι ο Μάρλεϊ υποστήριζε τους κυβερνητικούς και θεώρησαν καλό να του δώσουν ένα μάθημα. Ευτυχώς, τραυματίστηκε ελαφρά στον ώμο και το στήθος και δύο μέρες αργότερα, έδωσε κανονικά «το παρών» στη συναυλία. Στη συνέχεια, πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αγγλία, επειδή το κλίμα ήταν βαρύ γι' αυτόν.
Οι πιστολάδες των δύο κομμάτων έγιναν οι κυρίαρχοι του πολιτικού παιγνιδιού. Όταν δεν αναλάμβαναν δράση με τα όπλα τους, μεσολαβούσαν στους πολιτικούς τους πάτρωνες για την ικανοποίηση των αιτημάτων των φτωχών μαύρων των γκέτο. Στις αρχές του 1978 η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Και την πρωτοβουλία για την έξοδο από την κρίση πήραν οι ίδιοι οι πιστολάδες, με όπλο τους αυτή τη φορά τη μουσική.
Δύο από τα πρωτοπαλίκαρα του Μάνλεϊ, ο Μπάκυ Μάρσαλ και ο Κλόντι Μάσοπ, αποφάσισαν να διοργανώσουν μία συναυλία με διπλό σκοπό: αφενός, να μαζέψουν χρήματα για τη στέγαση των φτωχών και αφετέρου να στείλουν ένα μήνυμα για την εθνική συμφιλίωση. Η ρέγκε θα ήταν το καλύτερο μέσο για την επιτυχία των σκοπών τους. Ο Μάσοπ πέταξε στο Λονδίνο και έπεισε τον Μάρλεϊ να ηγηθεί της συναυλίας. Αυτός έθεσε έναν όρο: η συναυλία να γίνει στις 22 Απριλίου 1978, επέτειο των 12 χρόνων από την επίσκεψη του Χαϊλέ Σελασιέ στην Τζαμάικα. Ο Μπομπ Μάρλεϊ ανήκε στους Ρασταφάρι, ένα κίνημα των μαύρων της Τζαμάικα, που πρέσβευε την επιστροφή στην Αφρική και πίστευε ως αρχηγό του τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ.
Στις 22 Απριλίου, 32.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο των Ηρώων του Κίνγκστον για να παρακολουθήσουν τη συναυλία, που είχε ως τίτλο «One Love Peace Concert». Όλοι ανυπομονούσαν να δουν και να ακούσουν τον Μάρλεϊ, που έλειπε αυτοεξόριστος από το νησί για 18 μήνες. Στην πρώτη σειρά των καθισμάτων κάθονταν οι δύο ορκισμένοι αντίπαλοι: ο πρωθυπουργός Μάικλ Μάνλεϊ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Έντουαρντ Σιάγκα. Τη συναυλία άνοιξαν σπουδαία ονόματα της ρέγκε, όπως οι Ντίλινγκερ (Dillinger), Ντένις Μπράουν (Dennis Brown), Ίνερ Σερκλ (Inner Circle) και Μπιγκ Γιαθ (Big Youth).
Προτελευταίος ανέβηκε στη σκηνή ο Πίτερ Τος (Peter Tosh), παλιός συνεργάτης του Μάρλεϊ, που ήταν εμφανώς εκτός κλίματος. Απευθύνθηκε με οξείς χαρακτηρισμούς στους δύο πολιτικούς ηγέτες και προκάλεσε την αστυνομία, καπνίζοντας δημοσίως μαριχουάνα, ενέργεια που επιδοκιμάστηκε από το πλήθος. Μήνες αργότερα, η αστυνομία θα πάρει την εκδίκησή της από τον Τος. Θα τον συλλάβει και θα τον ξυλοκοπήσει σ' ένα ανήλιαγο κελί.
Αντίθετα, ο Μάρλεϊ ήταν ήρεμος και συμφιλιωτικός. Βρισκόταν σε διαρκή έκσταση, χορεύοντας και τραγουδώντας για την ειρήνη, την αγάπη, την ενότητα. Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας του τραγουδιού Jammin', ζήτησε από τους δύο ηγέτες να ανέβουν στη σκηνή. Αυτοί το έπραξαν απρόθυμα, αλλά με την προτροπή του Μάρλεϊ έδωσαν τα χέρια ενώπιον 32.000 συμπατριωτών. Ήταν μια κίνηση συμβολική, γεμάτη ουσία για το μέλλον.
Η βία που κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό και τους δρόμους του Κίνγκστον άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Η κατάσταση καλυτέρεψε, όταν ο Σιάγκα κέρδισε τις εκλογές το 1980 κι έγινε πρωθυπουργός. Όμως, η προσωπική κόντρα μεταξύ των δύο πολιτικών συνεχιζόταν. Συναντήθηκαν ξανά το 1981 πάνω από το φέρετρο του Μπομπ Μάρλεϊ. Ο άνθρωπος, που έκανε τη ρέγκε παγκόσμια μουσική γλώσσα, έστω και νεκρός, κατόρθωσε να τους φέρει και πάλι μαζί.
Ο διεθνής τύπος της εποχής ασχολήθηκε εκτενώς με τη συναυλία, η οποία αποκλήθηκε με μια δόση ειρωνείας «Γούνστοκ του Τρίτου Κόσμου». Πριν από λίγα χρόνια, όμως, σε μια δημοσκόπηση ειδικών, που διενήργησε το βρετανικό κανάλι « Channel 4», το «One Love Peace Concert» κατετάγη στην 6η θέση της λίστας με τις καλύτερες ροκ συναυλίες όλων των εποχών.
Συναυλία για την καταλλαγή των πολιτικών παθών στην Τζαμάικα. Έγινε στις 22 Απριλίου 1978 στην πρωτεύουσα Κίνγκστον και πήραν μέρος μεγάλα ονόματα της μουσικής ρέγκε, με επικεφαλής τον Μπομπ Μάρλεϊ.
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 το νησί της ρέγκε και των ρασταφάρι βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Την Τζαμάικα κυβερνούσε το αριστερό Λαϊκό Εθνικό Κόμμα του πρωθυπουργού Μάικ Μάνλεϊ. Οι αντικαπιταλιστικές κορώνες και ο κρατικισμός του εξόργιζαν την πλουτοκρατία της χώρας. Την Ουάσιγκτον ενοχλούσαν οι στενοί δεσμοί του με τον Φιντέλ Κάστρο και η υποστήριξή του στην ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο, ενός γειτονικού νησιού με ειδική σχέση με τις ΗΠΑ. Η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και η ανεργία εκτοξευόταν στα ύψη. Η υψηλή εγκληματικότητα υπονόμευε την τουριστική εικόνα της χώρας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν τον συντηρητικό Έντουαρντ Σιάγκα, που ηγείτο του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος. Και οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί του νησιού δεν έπαιζαν με καθαρούς όρους το πολιτικό παιγνίδι. Διατηρούσαν στρατούς οπλοφόρων από τα γκέτο των μαύρων για να λύνουν τις πολιτικές τους διαφορές. Κανένας πολίτης της χώρας δεν βρισκόταν στο απυρόβλητο, ούτε και ο Μπομπ Μάρλεϊ, η μεγαλύτερη προσωπικότητα που ανέδειξε το νησί αυτό της Καραϊβικής.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1976 έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης, επειδή απλά θα συμμετείχε στη συναυλία «Smile Jamaica» που διοργάνωνε το Υπουργείο Πολιτισμού. Η περίοδος ήταν προεκλογική και οι οπλοφόροι του Εργατικού Κόμματος πίστεψαν ότι ο Μάρλεϊ υποστήριζε τους κυβερνητικούς και θεώρησαν καλό να του δώσουν ένα μάθημα. Ευτυχώς, τραυματίστηκε ελαφρά στον ώμο και το στήθος και δύο μέρες αργότερα, έδωσε κανονικά «το παρών» στη συναυλία. Στη συνέχεια, πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αγγλία, επειδή το κλίμα ήταν βαρύ γι' αυτόν.
Οι πιστολάδες των δύο κομμάτων έγιναν οι κυρίαρχοι του πολιτικού παιγνιδιού. Όταν δεν αναλάμβαναν δράση με τα όπλα τους, μεσολαβούσαν στους πολιτικούς τους πάτρωνες για την ικανοποίηση των αιτημάτων των φτωχών μαύρων των γκέτο. Στις αρχές του 1978 η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Και την πρωτοβουλία για την έξοδο από την κρίση πήραν οι ίδιοι οι πιστολάδες, με όπλο τους αυτή τη φορά τη μουσική.
Δύο από τα πρωτοπαλίκαρα του Μάνλεϊ, ο Μπάκυ Μάρσαλ και ο Κλόντι Μάσοπ, αποφάσισαν να διοργανώσουν μία συναυλία με διπλό σκοπό: αφενός, να μαζέψουν χρήματα για τη στέγαση των φτωχών και αφετέρου να στείλουν ένα μήνυμα για την εθνική συμφιλίωση. Η ρέγκε θα ήταν το καλύτερο μέσο για την επιτυχία των σκοπών τους. Ο Μάσοπ πέταξε στο Λονδίνο και έπεισε τον Μάρλεϊ να ηγηθεί της συναυλίας. Αυτός έθεσε έναν όρο: η συναυλία να γίνει στις 22 Απριλίου 1978, επέτειο των 12 χρόνων από την επίσκεψη του Χαϊλέ Σελασιέ στην Τζαμάικα. Ο Μπομπ Μάρλεϊ ανήκε στους Ρασταφάρι, ένα κίνημα των μαύρων της Τζαμάικα, που πρέσβευε την επιστροφή στην Αφρική και πίστευε ως αρχηγό του τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ.
Στις 22 Απριλίου, 32.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο των Ηρώων του Κίνγκστον για να παρακολουθήσουν τη συναυλία, που είχε ως τίτλο «One Love Peace Concert». Όλοι ανυπομονούσαν να δουν και να ακούσουν τον Μάρλεϊ, που έλειπε αυτοεξόριστος από το νησί για 18 μήνες. Στην πρώτη σειρά των καθισμάτων κάθονταν οι δύο ορκισμένοι αντίπαλοι: ο πρωθυπουργός Μάικλ Μάνλεϊ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Έντουαρντ Σιάγκα. Τη συναυλία άνοιξαν σπουδαία ονόματα της ρέγκε, όπως οι Ντίλινγκερ (Dillinger), Ντένις Μπράουν (Dennis Brown), Ίνερ Σερκλ (Inner Circle) και Μπιγκ Γιαθ (Big Youth).
Προτελευταίος ανέβηκε στη σκηνή ο Πίτερ Τος (Peter Tosh), παλιός συνεργάτης του Μάρλεϊ, που ήταν εμφανώς εκτός κλίματος. Απευθύνθηκε με οξείς χαρακτηρισμούς στους δύο πολιτικούς ηγέτες και προκάλεσε την αστυνομία, καπνίζοντας δημοσίως μαριχουάνα, ενέργεια που επιδοκιμάστηκε από το πλήθος. Μήνες αργότερα, η αστυνομία θα πάρει την εκδίκησή της από τον Τος. Θα τον συλλάβει και θα τον ξυλοκοπήσει σ' ένα ανήλιαγο κελί.
Αντίθετα, ο Μάρλεϊ ήταν ήρεμος και συμφιλιωτικός. Βρισκόταν σε διαρκή έκσταση, χορεύοντας και τραγουδώντας για την ειρήνη, την αγάπη, την ενότητα. Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας του τραγουδιού Jammin', ζήτησε από τους δύο ηγέτες να ανέβουν στη σκηνή. Αυτοί το έπραξαν απρόθυμα, αλλά με την προτροπή του Μάρλεϊ έδωσαν τα χέρια ενώπιον 32.000 συμπατριωτών. Ήταν μια κίνηση συμβολική, γεμάτη ουσία για το μέλλον.
Η βία που κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό και τους δρόμους του Κίνγκστον άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Η κατάσταση καλυτέρεψε, όταν ο Σιάγκα κέρδισε τις εκλογές το 1980 κι έγινε πρωθυπουργός. Όμως, η προσωπική κόντρα μεταξύ των δύο πολιτικών συνεχιζόταν. Συναντήθηκαν ξανά το 1981 πάνω από το φέρετρο του Μπομπ Μάρλεϊ. Ο άνθρωπος, που έκανε τη ρέγκε παγκόσμια μουσική γλώσσα, έστω και νεκρός, κατόρθωσε να τους φέρει και πάλι μαζί.
Ο διεθνής τύπος της εποχής ασχολήθηκε εκτενώς με τη συναυλία, η οποία αποκλήθηκε με μια δόση ειρωνείας «Γούνστοκ του Τρίτου Κόσμου». Πριν από λίγα χρόνια, όμως, σε μια δημοσκόπηση ειδικών, που διενήργησε το βρετανικό κανάλι « Channel 4», το «One Love Peace Concert» κατετάγη στην 6η θέση της λίστας με τις καλύτερες ροκ συναυλίες όλων των εποχών.
New York, New York
Παρ' ότι πρόκειται για ένα ανυψωτικό και αισιόδοξο τραγούδι, το «New York, New York» γράφτηκε εν μέσω έντασης και οργής...
Το 1977 ο αμερικανός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε κάλεσε τον συνθέτη Τζον Κάντερ και τον στιχουργό Φρεντ Εμπ, και τους ζήτησε να γράψουν κάποια τραγούδια για τη νέα ταινία του, το μιούζικαλ «New York, New York». Ανάμεσα στα πέντε πρωτότυπα τραγούδια που ετοίμασαν, ήταν και αυτό των τίτλων.
Τα τραγούδια παρουσιάστηκαν ενώπιον του Σκορτσέζε και των πρωταγωνιστών της ταινίας, Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και Λάιζα Μινέλι. Αν και οι πρώτες αντιδράσεις από τους παρισταμένους ήταν θετικές, ο ΝτεΝίρο εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις, λέγοντας πως θα ήθελε ένα πιο δυναμικό τραγούδι για τους τίτλους. Μαζί του συμφώνησε και ο σκηνοθέτης, που ζήτησε από τους Κάντερ και Εμπ να το ξαναδουλέψουν.
Οι δύο δημιουργοί αποχώρησαν από τη συνάντηση ιδιαίτερα ενοχλημένοι, θεωρώντας προσβλητικό το γεγονός ότι ένας ηθοποιός αποδοκίμασε το έργο τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το νέο τραγούδι ετοιμάστηκε μέσα σε λίγες μόλις ημέρες.
Τελικά, η ταινία αποδείχθηκε εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία. Ωστόσο, η Λάιζα Μινέλι κράτησε το επίμαχο τραγούδι, εντάσσοντάς το στις συναυλίες της. Αυτός που το «απογείωσε», όμως, ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, ο οποίος το ηχογράφησε το 1980 με λίγο παραλλαγμένους στίχους. Πέντε χρόνια αργότερα, το «New York, New York» υιοθετήθηκε από το Δήμο της Νέας Υόρκης ως ο επίσημος ύμνος της αμερικανικής μεγαλούπολης.
Παρ' ότι πρόκειται για ένα ανυψωτικό και αισιόδοξο τραγούδι, το «New York, New York» γράφτηκε εν μέσω έντασης και οργής...
Το 1977 ο αμερικανός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε κάλεσε τον συνθέτη Τζον Κάντερ και τον στιχουργό Φρεντ Εμπ, και τους ζήτησε να γράψουν κάποια τραγούδια για τη νέα ταινία του, το μιούζικαλ «New York, New York». Ανάμεσα στα πέντε πρωτότυπα τραγούδια που ετοίμασαν, ήταν και αυτό των τίτλων.
Τα τραγούδια παρουσιάστηκαν ενώπιον του Σκορτσέζε και των πρωταγωνιστών της ταινίας, Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και Λάιζα Μινέλι. Αν και οι πρώτες αντιδράσεις από τους παρισταμένους ήταν θετικές, ο ΝτεΝίρο εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις, λέγοντας πως θα ήθελε ένα πιο δυναμικό τραγούδι για τους τίτλους. Μαζί του συμφώνησε και ο σκηνοθέτης, που ζήτησε από τους Κάντερ και Εμπ να το ξαναδουλέψουν.
Οι δύο δημιουργοί αποχώρησαν από τη συνάντηση ιδιαίτερα ενοχλημένοι, θεωρώντας προσβλητικό το γεγονός ότι ένας ηθοποιός αποδοκίμασε το έργο τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το νέο τραγούδι ετοιμάστηκε μέσα σε λίγες μόλις ημέρες.
Τελικά, η ταινία αποδείχθηκε εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία. Ωστόσο, η Λάιζα Μινέλι κράτησε το επίμαχο τραγούδι, εντάσσοντάς το στις συναυλίες της. Αυτός που το «απογείωσε», όμως, ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, ο οποίος το ηχογράφησε το 1980 με λίγο παραλλαγμένους στίχους. Πέντε χρόνια αργότερα, το «New York, New York» υιοθετήθηκε από το Δήμο της Νέας Υόρκης ως ο επίσημος ύμνος της αμερικανικής μεγαλούπολης.
My Sweet Lord
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Τζορτζ Χάρισον κι ένα τραγούδι που τον ταλαιπώρησε αρκετά, καθώς θεωρήθηκε προϊόν λογοκλοπής.
Το «My Sweet Lord» είναι αφιερωμένο στον ένα και μοναδικό Θεό. Στα 4:39 λεπτά της διάρκειάς του, η χορωδία τραγουδά την υμνητική λέξη «Αληλούια», κοινή σε χριστιανούς και εβραίους, καθώς και την επίκληση «Χάρε Κρίσνα» των Ινδουιστών, επίλεκτο μέλος των οποίων υπήρξε και ο ίδιος ο Χάρισον. Το τραγούδι γράφτηκε από τον Χάρισον το 1969, όταν υπήρχαν ακόμη οι Beatles. Το πρωτοτραγούδησε ο φίλος του Μπίλι Πρέστον στο δίσκο του «Encouraging Words» και σημείωσε μικρή επιτυχία.
Ο Χάρισον το ξαναηχογράφησε το 1970 για τις ανάγκες του τριπλού προσωπικού του άλμπουμ «All Things Must Pass» με παραγωγό τον Φιλ Σπέκτορ. Στις ηθογραφήσεις συμμετείχε ο ντράμερ Άλαν Χουάιτ (Yes) και ο Έρικ Κλάπτον στις κιθάρες. Παρά την πολιτική των μελών των Beatles να μην κυκλοφορούν τραγούδια τους σε σινγκλ, το «My Sweet Lord» κυκλοφόρησε σε δισκάκι 45 στροφών στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις ΗΠΑ και στις 15 Ιανουαρίου 1971 στην Αγγλία. Γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και έφθασε στο Νο1 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά με προσωπικό δίσκο μέλους των Beatles.
Από τότε ξεκίνησε και η δικαστική περιπέτεια του τραγουδιού. Στις 10 Φεβρουαρίου 1971 το γυναικείο συγκρότημα των The Chiffons κατέθεσε αγωγή εις βάρος του Χάρισον, υποστηρίζοντας ότι έκλεψε τις βασικές μελωδίες του δικού τους τραγουδιού «He's so Fine», που είχε κυκλοφορήσει το 1962. Το δικαστήριο, παρά τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του Χάρισον, δικαίωσε τις Chiffons. Απεφάνθη ότι ο Χάρισον χωρίς πρόθεση κόπιαρε το τραγούδι τους.
Στη συνέχεια άνοιξε ένας κύκλος χωρίς τελειωμό για τον καθορισμό της αποζημίωσης, με προσπάθειες συμβιβασμού και αντιπαραθέσεις στις δικαστικές αίθουσες. Αρχικά, το δικαστήριο είχε καθορίσει την αποζημίωση στα 2.133.316 δολάρια. Πάντως, αργότερα οι Chiffons ηχογράφησαν το «My Sweet Lord» και ο Χάρισον εξαγόρασε τα δικαιώματα του τραγουδιού τους «He's so Fine».
To «My Sweet Lord» έφθασε άλλη μια φορά στο Νο1 τον Ιανουάριο του 2002, δύο μήνες μετά τον θάνατο του Τζορτζ Χάρισον. Διασκευή του τραγουδιού έχει κυκλοφορήσει και η δική μας Βίκυ Λέανδρος.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Τζορτζ Χάρισον κι ένα τραγούδι που τον ταλαιπώρησε αρκετά, καθώς θεωρήθηκε προϊόν λογοκλοπής.
Το «My Sweet Lord» είναι αφιερωμένο στον ένα και μοναδικό Θεό. Στα 4:39 λεπτά της διάρκειάς του, η χορωδία τραγουδά την υμνητική λέξη «Αληλούια», κοινή σε χριστιανούς και εβραίους, καθώς και την επίκληση «Χάρε Κρίσνα» των Ινδουιστών, επίλεκτο μέλος των οποίων υπήρξε και ο ίδιος ο Χάρισον. Το τραγούδι γράφτηκε από τον Χάρισον το 1969, όταν υπήρχαν ακόμη οι Beatles. Το πρωτοτραγούδησε ο φίλος του Μπίλι Πρέστον στο δίσκο του «Encouraging Words» και σημείωσε μικρή επιτυχία.
Ο Χάρισον το ξαναηχογράφησε το 1970 για τις ανάγκες του τριπλού προσωπικού του άλμπουμ «All Things Must Pass» με παραγωγό τον Φιλ Σπέκτορ. Στις ηθογραφήσεις συμμετείχε ο ντράμερ Άλαν Χουάιτ (Yes) και ο Έρικ Κλάπτον στις κιθάρες. Παρά την πολιτική των μελών των Beatles να μην κυκλοφορούν τραγούδια τους σε σινγκλ, το «My Sweet Lord» κυκλοφόρησε σε δισκάκι 45 στροφών στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις ΗΠΑ και στις 15 Ιανουαρίου 1971 στην Αγγλία. Γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και έφθασε στο Νο1 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά με προσωπικό δίσκο μέλους των Beatles.
Από τότε ξεκίνησε και η δικαστική περιπέτεια του τραγουδιού. Στις 10 Φεβρουαρίου 1971 το γυναικείο συγκρότημα των The Chiffons κατέθεσε αγωγή εις βάρος του Χάρισον, υποστηρίζοντας ότι έκλεψε τις βασικές μελωδίες του δικού τους τραγουδιού «He's so Fine», που είχε κυκλοφορήσει το 1962. Το δικαστήριο, παρά τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του Χάρισον, δικαίωσε τις Chiffons. Απεφάνθη ότι ο Χάρισον χωρίς πρόθεση κόπιαρε το τραγούδι τους.
Στη συνέχεια άνοιξε ένας κύκλος χωρίς τελειωμό για τον καθορισμό της αποζημίωσης, με προσπάθειες συμβιβασμού και αντιπαραθέσεις στις δικαστικές αίθουσες. Αρχικά, το δικαστήριο είχε καθορίσει την αποζημίωση στα 2.133.316 δολάρια. Πάντως, αργότερα οι Chiffons ηχογράφησαν το «My Sweet Lord» και ο Χάρισον εξαγόρασε τα δικαιώματα του τραγουδιού τους «He's so Fine».
To «My Sweet Lord» έφθασε άλλη μια φορά στο Νο1 τον Ιανουάριο του 2002, δύο μήνες μετά τον θάνατο του Τζορτζ Χάρισον. Διασκευή του τραγουδιού έχει κυκλοφορήσει και η δική μας Βίκυ Λέανδρος.
Minnie the moocher
Το 1930 ο περίφημος τραγουδιστής της τζαζ και μπαντ-λίντερ Καμπ Κάλαγουεϊ ηχογραφεί το τραγούδι «Minnie the moocher», που έμελλε να γίνει η πιο μεγάλη επιτυχία του και μία από τις μεγαλύτερες της τζαζ, καθώς μέσα σ' ένα χρόνο πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
Το τραγούδι αναφέρεται στη Μίνι, μια πρόστυχη απατεώνισσα, αλλά «με καρδιά τόσο μεγάλη, όσο της φάλαινας», όπως αναφέρει κι ένα στιχάκι του τραγουδιού. Το τραγούδι είναι γεμάτο συγκεκαλυμμένες αναφορές στα ναρκωτικά, κάτι πρωτόγνωρο ασφαλώς για τη δεκαετία που γράφτηκε. Ας μην ξεχνάμε, ότι ήταν η εποχή της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ, με την απηνή αστυνομική καταδίωξη από αδιάφθορους ή διεφθαρμένους αστυνομικούς.
Η Μίνι του τραγουδιού τα έχει με έναν λαϊκό τύπο ονόματι Σμόκι και φαντάζεται δόξα και πλούτη, μέσα στις παραισθήσεις της από την κατανάλωση οπίου. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα «σκατ» τραγουδιού, όπου ο ερμηνευτής τραγουδά ακατάληπτες λέξεις ή συλλαβές και χρησιμοποιεί τη φωνή του ως όργανο, είδος στο οποίο διέπρεψε ο Καμπ Κάλαγουεϊ.
Τα χρόνια του '30 ο Κάλαγουεϊ ήταν διευθυντής της ορχήστρας του περίφημου «Κότον Κλαμπ», που το γνωρίσαμε μέσα από την ομώνυμη ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Το 1980, το «Minnie the moocher» ξανάγινε επιτυχία και ο Κάλαγουεϊ επανήλθε στο προσκήνιο, όταν κράτησε ένα χαρακτηριστικό ρόλο στην κλασσική μουσική κωμωδία του Τζον Λάντις «The Blues Brothers», με τους Τζον Μπελούσι και Νταν Εϊκρόιντ.
Το 1930 ο περίφημος τραγουδιστής της τζαζ και μπαντ-λίντερ Καμπ Κάλαγουεϊ ηχογραφεί το τραγούδι «Minnie the moocher», που έμελλε να γίνει η πιο μεγάλη επιτυχία του και μία από τις μεγαλύτερες της τζαζ, καθώς μέσα σ' ένα χρόνο πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
Το τραγούδι αναφέρεται στη Μίνι, μια πρόστυχη απατεώνισσα, αλλά «με καρδιά τόσο μεγάλη, όσο της φάλαινας», όπως αναφέρει κι ένα στιχάκι του τραγουδιού. Το τραγούδι είναι γεμάτο συγκεκαλυμμένες αναφορές στα ναρκωτικά, κάτι πρωτόγνωρο ασφαλώς για τη δεκαετία που γράφτηκε. Ας μην ξεχνάμε, ότι ήταν η εποχή της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ, με την απηνή αστυνομική καταδίωξη από αδιάφθορους ή διεφθαρμένους αστυνομικούς.
Η Μίνι του τραγουδιού τα έχει με έναν λαϊκό τύπο ονόματι Σμόκι και φαντάζεται δόξα και πλούτη, μέσα στις παραισθήσεις της από την κατανάλωση οπίου. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα «σκατ» τραγουδιού, όπου ο ερμηνευτής τραγουδά ακατάληπτες λέξεις ή συλλαβές και χρησιμοποιεί τη φωνή του ως όργανο, είδος στο οποίο διέπρεψε ο Καμπ Κάλαγουεϊ.
Τα χρόνια του '30 ο Κάλαγουεϊ ήταν διευθυντής της ορχήστρας του περίφημου «Κότον Κλαμπ», που το γνωρίσαμε μέσα από την ομώνυμη ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Το 1980, το «Minnie the moocher» ξανάγινε επιτυχία και ο Κάλαγουεϊ επανήλθε στο προσκήνιο, όταν κράτησε ένα χαρακτηριστικό ρόλο στην κλασσική μουσική κωμωδία του Τζον Λάντις «The Blues Brothers», με τους Τζον Μπελούσι και Νταν Εϊκρόιντ.
Magical Mystery Tour
Τηλεοπτική ταινία και άλμπουμ των Beatles. Μετά το αριστουργηματικό άλμπουμ τους «Sgt Peppers Lonely Heart Club Band», που κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου 1967, ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ θέλησε να κάνει μια ταινία για τους Beatles και τη μουσική τους. Θα ήταν μια ταινία χωρίς σενάριο, με πρωταγωνιστές καθημερινούς ανθρώπους, που θα επιβιβάζονταν σ' ένα λεωφορείο και θα ζούσαν «μαγικές» περιπέτειες.
Η ταινία έγινε, αλλά οι «μαγικές» στιγμές δεν ήλθαν ποτέ. Ένα πλήθος αυτοκινήτων με φανατικούς οπαδούς των Beatles και άλλους περίεργους πήρε στο κατόπι το λεωφορείο, ώσπου προκάλεσαν κυκλοφοριακή συμφόρηση και την οργή του ΜακΚάρτνεϊ, που είδε το όραμά του να μην πραγματώνεται. Ήταν η πρώτη ταινία των Beatles μετά τον θάνατο του παραγωγού τους Μπράιαν Έπσταϊν και ίσως εκεί να οφείλεται η πρόχειρη παραγωγή, η αυτοσχεδιαστική λογική και η απουσία επαγγελματικής σκηνοθεσίας.
Η ταινία, διάρκειας 55 λεπτών, προβλήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1967 από την τηλεόραση του BBC και έγινε χλιαρά δεκτή από κοινό και κριτικούς. Αργότερα επαινέθηκε από σκηνοθέτες, όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και σήμερα θεωρείται καλτ ταινία.
Το άλμπουμ, που προηγήθηκε της ταινίας, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ στις 27 Νοεμβρίου 1967 και στη Μεγάλη Βρετανία λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου. Είχε πολύ καλύτερη υποδοχή από τους μουσικόφιλους και παρέμεινε για οκτώ εβδομάδες στο Νο1 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, ενώ ήταν υποψήφιο για Γκράμι το 1968.
Στην πρώτη πλευρά περιλαμβάνεται το σάουντρακ της ταινίας με 6 τραγούδια, που αποτελούν ένα έξοχο δείγμα ψυχεδέλειας, στο ύφος του «Sgt Peppers», με κορυφαία στιγμή το αριστουργηματικό «I' m the Walrus». Η δεύτερη πλευρά περιέχει πέντε συνθέσεις, οι οποίες είχαν κυκλοφορήσει ως σινγκλ το 1967.
Το άλμπουμ «Magical Mystery Tour» περιλαμβάνει τα παρακάτω τραγούδια:
Πρώτη Πλευρά
1. «Magical Mystery Tour» (Lennon / McCartney) – 2:51
2. «The Fool on the Hill» (Lennon / McCartney) – 3:00
3. «Flying» (Lennon / McCartney / Harrison/Starkey) – 2:16
4. «Blue Jay Way» (Harrison) – 3:56
5. «Your Mother Should Know» (Lennon / McCartney) – 2:29
6. «I Am the Walrus» (Lennon / McCartney)
Δεύτερη Πλευρά
1. «Hello Goodbye» (Lennon / McCartney) – 3:31
2. «Strawberry Fields Forever» (Lennon / McCartney) – 4:10
3. «Penny Lane» (Lennon / McCartney) – 3:03
4. «Baby You're a Rich Man» (Lennon / McCartney) – 3:03
5. «All You Need Is Love» (Lennon / McCartney) – 3:48
Τηλεοπτική ταινία και άλμπουμ των Beatles. Μετά το αριστουργηματικό άλμπουμ τους «Sgt Peppers Lonely Heart Club Band», που κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου 1967, ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ θέλησε να κάνει μια ταινία για τους Beatles και τη μουσική τους. Θα ήταν μια ταινία χωρίς σενάριο, με πρωταγωνιστές καθημερινούς ανθρώπους, που θα επιβιβάζονταν σ' ένα λεωφορείο και θα ζούσαν «μαγικές» περιπέτειες.
Η ταινία έγινε, αλλά οι «μαγικές» στιγμές δεν ήλθαν ποτέ. Ένα πλήθος αυτοκινήτων με φανατικούς οπαδούς των Beatles και άλλους περίεργους πήρε στο κατόπι το λεωφορείο, ώσπου προκάλεσαν κυκλοφοριακή συμφόρηση και την οργή του ΜακΚάρτνεϊ, που είδε το όραμά του να μην πραγματώνεται. Ήταν η πρώτη ταινία των Beatles μετά τον θάνατο του παραγωγού τους Μπράιαν Έπσταϊν και ίσως εκεί να οφείλεται η πρόχειρη παραγωγή, η αυτοσχεδιαστική λογική και η απουσία επαγγελματικής σκηνοθεσίας.
Η ταινία, διάρκειας 55 λεπτών, προβλήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1967 από την τηλεόραση του BBC και έγινε χλιαρά δεκτή από κοινό και κριτικούς. Αργότερα επαινέθηκε από σκηνοθέτες, όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και σήμερα θεωρείται καλτ ταινία.
Το άλμπουμ, που προηγήθηκε της ταινίας, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ στις 27 Νοεμβρίου 1967 και στη Μεγάλη Βρετανία λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου. Είχε πολύ καλύτερη υποδοχή από τους μουσικόφιλους και παρέμεινε για οκτώ εβδομάδες στο Νο1 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, ενώ ήταν υποψήφιο για Γκράμι το 1968.
Στην πρώτη πλευρά περιλαμβάνεται το σάουντρακ της ταινίας με 6 τραγούδια, που αποτελούν ένα έξοχο δείγμα ψυχεδέλειας, στο ύφος του «Sgt Peppers», με κορυφαία στιγμή το αριστουργηματικό «I' m the Walrus». Η δεύτερη πλευρά περιέχει πέντε συνθέσεις, οι οποίες είχαν κυκλοφορήσει ως σινγκλ το 1967.
Το άλμπουμ «Magical Mystery Tour» περιλαμβάνει τα παρακάτω τραγούδια:
Πρώτη Πλευρά
1. «Magical Mystery Tour» (Lennon / McCartney) – 2:51
2. «The Fool on the Hill» (Lennon / McCartney) – 3:00
3. «Flying» (Lennon / McCartney / Harrison/Starkey) – 2:16
4. «Blue Jay Way» (Harrison) – 3:56
5. «Your Mother Should Know» (Lennon / McCartney) – 2:29
6. «I Am the Walrus» (Lennon / McCartney)
Δεύτερη Πλευρά
1. «Hello Goodbye» (Lennon / McCartney) – 3:31
2. «Strawberry Fields Forever» (Lennon / McCartney) – 4:10
3. «Penny Lane» (Lennon / McCartney) – 3:03
4. «Baby You're a Rich Man» (Lennon / McCartney) – 3:03
5. «All You Need Is Love» (Lennon / McCartney) – 3:48
Kokomo
Δροσερό τραγουδάκι των Beach Boys, σαν την αύρα του καλοκαιριού. Έχει όλα τα συστατικά της υψηλής τραγουδοποιίας τους (μελωδία, φωνητικά), χωρίς, όμως, να φθάνει το δημιουργικό ύψος ενός Good Vibrations ή ενός God Only Knows.
Κυκλοφόρησε στις 18 Ιουλίου 1988 και έφθασε στο Νο 1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών στις 5 Νοεμβρίου 1988, σε μια περίοδο που οι μετοχές του σπουδαίου αυτού συγκροτήματος ήταν πεσμένες. Υπήρξε η πρώτη και τελευταία μεγάλη επιτυχία των Beach Boys από τη χρυσή εποχή της δεκαετίας του '60 και το πρώτο Νο1 του συγκροτήματος χωρίς την παρουσία του μεγάλου Μπράιαν Γουίλσον, που εκείνη την εποχή πάλευε με τους δαίμονές του. Πάντως, αργότερα, το υιοθέτησε και συμμετείχε στην ισπανόφωνη εκδοχή του.
Το τραγούδι γράφτηκε από τους Μάικ Λαβ (μέλος των Beach Boys), Σκοτ Μακένζι, Τέρι Μέλτσερ και Τζον Φίλιπς («The Mamas & the Papas») για το σάουντρακ της νεανικής κωμωδίας του Ρότζερ Ντόναλντσον «Κοκτέιλ», με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ, μέσω της οποίας έγινε ευρύτερα γνωστό. Τον επόμενο χρόνο συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ των Beach Boys «Still Cruisin'».
Το Κοκόμο είναι ένα δημοφιλές θέρετρο στο Μοντίγκο Μπέι της Ιαμαϊκής (Τζαμάικα). Από τους στίχους του τραγουδιού παρελαύνουν δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί της Καραϊβικής: Αρούμπα, Κι Λάργκο, Βερμούδες, Μπαχάμες, Μαρτινίκα, Μοντσεράτ, Πορτ-ο-Πρενς και Φλόριντα Κις.
Το «Κοκόμο» αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από την κριτική και από το 1988 έχει συμπεριληφθεί σε πολλές λίστες με τα χειρότερα ποπ τραγούδια, όλων των εποχών. Πάντως, εξακολουθεί να αρέσει και να αποτελεί σταθερή αξία στο «σάουντρακ του καλοκαιριού». Το «Κοκόμο» έχει εμφανισθεί ως παρωδία με τους τίτλους «Κόσοβο» και «Γκουαντάναμο».
Δροσερό τραγουδάκι των Beach Boys, σαν την αύρα του καλοκαιριού. Έχει όλα τα συστατικά της υψηλής τραγουδοποιίας τους (μελωδία, φωνητικά), χωρίς, όμως, να φθάνει το δημιουργικό ύψος ενός Good Vibrations ή ενός God Only Knows.
Κυκλοφόρησε στις 18 Ιουλίου 1988 και έφθασε στο Νο 1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών στις 5 Νοεμβρίου 1988, σε μια περίοδο που οι μετοχές του σπουδαίου αυτού συγκροτήματος ήταν πεσμένες. Υπήρξε η πρώτη και τελευταία μεγάλη επιτυχία των Beach Boys από τη χρυσή εποχή της δεκαετίας του '60 και το πρώτο Νο1 του συγκροτήματος χωρίς την παρουσία του μεγάλου Μπράιαν Γουίλσον, που εκείνη την εποχή πάλευε με τους δαίμονές του. Πάντως, αργότερα, το υιοθέτησε και συμμετείχε στην ισπανόφωνη εκδοχή του.
Το τραγούδι γράφτηκε από τους Μάικ Λαβ (μέλος των Beach Boys), Σκοτ Μακένζι, Τέρι Μέλτσερ και Τζον Φίλιπς («The Mamas & the Papas») για το σάουντρακ της νεανικής κωμωδίας του Ρότζερ Ντόναλντσον «Κοκτέιλ», με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ, μέσω της οποίας έγινε ευρύτερα γνωστό. Τον επόμενο χρόνο συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ των Beach Boys «Still Cruisin'».
Το Κοκόμο είναι ένα δημοφιλές θέρετρο στο Μοντίγκο Μπέι της Ιαμαϊκής (Τζαμάικα). Από τους στίχους του τραγουδιού παρελαύνουν δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί της Καραϊβικής: Αρούμπα, Κι Λάργκο, Βερμούδες, Μπαχάμες, Μαρτινίκα, Μοντσεράτ, Πορτ-ο-Πρενς και Φλόριντα Κις.
Το «Κοκόμο» αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από την κριτική και από το 1988 έχει συμπεριληφθεί σε πολλές λίστες με τα χειρότερα ποπ τραγούδια, όλων των εποχών. Πάντως, εξακολουθεί να αρέσει και να αποτελεί σταθερή αξία στο «σάουντρακ του καλοκαιριού». Το «Κοκόμο» έχει εμφανισθεί ως παρωδία με τους τίτλους «Κόσοβο» και «Γκουαντάναμο».
Layla
Ροκ ύμνος για την αγάπη και ένα από τα κορυφαία ερωτικά τραγούδια στην ιστορία του ροκ εν ρολ. Γράφτηκε από τους Έρικ Κλάπτον και Τζιμ Γκόρντον και περιέχεται στο πρώτο και μοναδικό στούντιο άλμπουμ των Derek and the Dominos «Layla and Other Assorted Love Songs», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1970. Το τραγούδι αντανακλά τον παθιασμένο έρωτα του Κλάπτον για την Πάτι Μπόιντ, πρώην μοντέλο και γυναίκα του καλύτερου φίλου του Τζορτζ Χάρισον.
Στα τέλη της δεκαετίας του '60 ο βιρτουόζος κιθαρίστας Έρικ Κλάπτον κατακλυζόταν από προσωπικά και επαγγελματικά προβλήματα. Τα δύο σούπεργκρουπ που είχε σχηματίσει, Cream και Blind Faith, είχαν διαλυθεί και ο ίδιος είχε γλιστρήσει στα ναρκωτικά. Η Πάτι Μπόιντ έτεινε χείρα βοηθείας και ο απελπισμένος Κλάπτον την ερωτεύτηκε σφόδρα, χωρίς στην αρχή να έχει την ανάλογη ανταπόκριση.
Ο Κλάπτον έγραψε και της αφιέρωσε το τραγούδι «Λέιλα», το οποίο εμπνεύστηκε από το ερωτικό ποίημα «Η Λέιλα και ο Μαϊνούν» του πέρση κλασσικού ποιητή Νεζαμί (1141-1201). Το ποίημα, που χτύπησε μια ευαίσθητη χορδή του Κλάπτον, μιλάει για την πριγκίπισσα Λέιλα, την οποία ο πατέρας της πάντρεψε με κάποιον άλλον από αυτόν που αγαπούσε, με αποτέλεσμα ο αγαπημένος της να τρελαθεί.
Οι ηχογραφήσεις του τραγουδιού και του άλμπουμ, ξεκίνησαν την άνοιξη του 1970 στο Μαϊάμι, από ένα ακόμη βραχύβιο σχήμα του Κλάπτον, τους Derek and the Dominos. H «Λέιλα», διάρκειας 7:02 λεπτών, που ξεχώρισε από τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ, αποτελείται από δύο διακριτά μέρη. Το πρώτο είναι σύνθεση του Κλάπτον, όπου κυριαρχούν οι κιθάρες του Κλάπτον και του μακαρίτη Ντουέιν Όλμαν (Allman Brothers), που παίζει το κλασσικό πλέον κιθαριστικό ριφ, καθώς και η παθιασμένη έκκληση του Κλάπτον για αγάπη. Το δεύτερο μέρος κινείται σε πιο αργό τέμπο, είναι ορχηστρικό, με κυρίαρχο το πιάνο του Τζιμ Γκόρντον.
Το άλμπουμ πέρασε σχεδόν απαρατήρητο όταν κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1970, όπως και το «Λέιλα», που είχε μεγάλη διάρκεια για να χωρέσει στο πρόγραμμα ενός ραδιοφωνικού σταθμού. Το 1971 μια συντομευμένη εκδοχή της «Layla» έφθασε μέχρι το Νο 5 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών. Η «Layla» ξανακυκλοφόρησε το 1972 σε μια συλλογή με επιτυχίες του Κλάπτον («The History of Eric Clapton») και γνώρισε εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, φθάνοντας στο Νο 7 του αγγλικού πίνακα επιτυχιών και στο Νο 10 του αμερικανικού.
Όσον αφορά στα ερωτικά του ροκ τριγώνου, Ο Τζορτζ και η Πάτι χώρισαν το 1977 και δύο χρόνια μετά η Πάτι Μπόιντ έγινε κυρία Κλάπτον. Στον γάμο παρέστη και ο Χάρισον, που δεν κράτησε κακία στον φίλο του. Ο γάμος του Έρικ Κλάπτον και της Πάτι Μπόιντ κατέληξε σε διαζύγιο το 1989, όταν ο Mr Slowhand έπεσε στην αγκαλιά ενός άλλου μοντέλου, εξ Ιταλίας αυτή τη φορά, της Λόρι Ντελ Σάντο.
Η «Λέιλα» συνέχιζε την ανοδική της πορεία. Το 1982 εμφανίσθηκε και πάλι στον αγγλικό πίνακα επιτυχιών, ανεβαίνοντας στο Νο4. Το 1992 ο Κλάπτον παρουσίασε την ακουστική εκδοχή του τραγουδιού στην εκπομπή του MTV «Unplugged». Έφθασε στο Νο 12 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών, ενώ δεν συγκίνησε τους συμπατριώτες του Άγγλους. Ίσως οι καιροί να είχαν αλλάξει.
Ροκ ύμνος για την αγάπη και ένα από τα κορυφαία ερωτικά τραγούδια στην ιστορία του ροκ εν ρολ. Γράφτηκε από τους Έρικ Κλάπτον και Τζιμ Γκόρντον και περιέχεται στο πρώτο και μοναδικό στούντιο άλμπουμ των Derek and the Dominos «Layla and Other Assorted Love Songs», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1970. Το τραγούδι αντανακλά τον παθιασμένο έρωτα του Κλάπτον για την Πάτι Μπόιντ, πρώην μοντέλο και γυναίκα του καλύτερου φίλου του Τζορτζ Χάρισον.
Στα τέλη της δεκαετίας του '60 ο βιρτουόζος κιθαρίστας Έρικ Κλάπτον κατακλυζόταν από προσωπικά και επαγγελματικά προβλήματα. Τα δύο σούπεργκρουπ που είχε σχηματίσει, Cream και Blind Faith, είχαν διαλυθεί και ο ίδιος είχε γλιστρήσει στα ναρκωτικά. Η Πάτι Μπόιντ έτεινε χείρα βοηθείας και ο απελπισμένος Κλάπτον την ερωτεύτηκε σφόδρα, χωρίς στην αρχή να έχει την ανάλογη ανταπόκριση.
Ο Κλάπτον έγραψε και της αφιέρωσε το τραγούδι «Λέιλα», το οποίο εμπνεύστηκε από το ερωτικό ποίημα «Η Λέιλα και ο Μαϊνούν» του πέρση κλασσικού ποιητή Νεζαμί (1141-1201). Το ποίημα, που χτύπησε μια ευαίσθητη χορδή του Κλάπτον, μιλάει για την πριγκίπισσα Λέιλα, την οποία ο πατέρας της πάντρεψε με κάποιον άλλον από αυτόν που αγαπούσε, με αποτέλεσμα ο αγαπημένος της να τρελαθεί.
Οι ηχογραφήσεις του τραγουδιού και του άλμπουμ, ξεκίνησαν την άνοιξη του 1970 στο Μαϊάμι, από ένα ακόμη βραχύβιο σχήμα του Κλάπτον, τους Derek and the Dominos. H «Λέιλα», διάρκειας 7:02 λεπτών, που ξεχώρισε από τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ, αποτελείται από δύο διακριτά μέρη. Το πρώτο είναι σύνθεση του Κλάπτον, όπου κυριαρχούν οι κιθάρες του Κλάπτον και του μακαρίτη Ντουέιν Όλμαν (Allman Brothers), που παίζει το κλασσικό πλέον κιθαριστικό ριφ, καθώς και η παθιασμένη έκκληση του Κλάπτον για αγάπη. Το δεύτερο μέρος κινείται σε πιο αργό τέμπο, είναι ορχηστρικό, με κυρίαρχο το πιάνο του Τζιμ Γκόρντον.
Το άλμπουμ πέρασε σχεδόν απαρατήρητο όταν κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1970, όπως και το «Λέιλα», που είχε μεγάλη διάρκεια για να χωρέσει στο πρόγραμμα ενός ραδιοφωνικού σταθμού. Το 1971 μια συντομευμένη εκδοχή της «Layla» έφθασε μέχρι το Νο 5 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών. Η «Layla» ξανακυκλοφόρησε το 1972 σε μια συλλογή με επιτυχίες του Κλάπτον («The History of Eric Clapton») και γνώρισε εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, φθάνοντας στο Νο 7 του αγγλικού πίνακα επιτυχιών και στο Νο 10 του αμερικανικού.
Όσον αφορά στα ερωτικά του ροκ τριγώνου, Ο Τζορτζ και η Πάτι χώρισαν το 1977 και δύο χρόνια μετά η Πάτι Μπόιντ έγινε κυρία Κλάπτον. Στον γάμο παρέστη και ο Χάρισον, που δεν κράτησε κακία στον φίλο του. Ο γάμος του Έρικ Κλάπτον και της Πάτι Μπόιντ κατέληξε σε διαζύγιο το 1989, όταν ο Mr Slowhand έπεσε στην αγκαλιά ενός άλλου μοντέλου, εξ Ιταλίας αυτή τη φορά, της Λόρι Ντελ Σάντο.
Η «Λέιλα» συνέχιζε την ανοδική της πορεία. Το 1982 εμφανίσθηκε και πάλι στον αγγλικό πίνακα επιτυχιών, ανεβαίνοντας στο Νο4. Το 1992 ο Κλάπτον παρουσίασε την ακουστική εκδοχή του τραγουδιού στην εκπομπή του MTV «Unplugged». Έφθασε στο Νο 12 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών, ενώ δεν συγκίνησε τους συμπατριώτες του Άγγλους. Ίσως οι καιροί να είχαν αλλάξει.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΔΗΣ
Γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1948 στην Αθήνα. Στα εφηβικά του χρόνια, μαζί με φίλους, δημιουργούν ένα συγκρότημα, τους "VICKINGS" 20-30 χρονών δουλεύει στην Πλάκα σαν μουσικός σε διάφορες μπουάτ, δίπλα σε καταξιωμένους συναδέλφους, συνθέτες και τραγουδιστές. Οπως τον Χρήστο Νικολόπουλο, το Δήμο Μούτση, τη Χαρούλα Αλεξίου, το Γιώργο Νταλάρα, το Γιάννη Πάριο, το Μανώλη Μητσιά, τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Αντώνη Καλογιάννη, το Βασίλη Παπακωνσταντίνου κ.ά. Παράλληλα, εκείνη τη δεκαετία, γράφει τραγούδια που δειλά-δειλά παρουσιάζει σε συναδέλφους.
Το 1973 παίρνει μέρος σ`ένα διαγωνισμό που είχαν προκηρύξει μια δισκογραφική εταιρεία και ένα μεγάλο περιοδικό ποικίλης ύλης και έψαχναν για νέο αίμα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Στέλνει ένα τραγούδι του και παίρνει το δεύτερο βραβείο. Το ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας. Το 1976 κάνει έναν ολόκληρο δίσκο με τραγούδια δικά του, όπου τραγουδά και ο ίδιος, με γενικό τίτλο "Οραματίζομαι"
Το 1978 αρχίζει να φαίνεται συχνότερα τ` όνομα του σε δίσκους και συνεργάζεται, σα συνθέτης πλέον, με επώνυμους αλλά και με νέους καλλιτέχνες. Οπως με το Γιάννη Πουλόπουλο ("Θέλω να μ`αγαπάς"), με το Γιάννη Πάριο (Αχ αγάπη","Σου γράφω ένα γράμμα", "Δε θα χωρίσουμε ποτέ"), με τη Δήμητρα Γαλάνη ("Μ`αγαπούσες θυμάμαι"), με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου ("Φεύγουν καράβια στο γυαλό" με τον Bob Dylan ), με το Γιώργο Νταλάρα (Κάτω απ`την κληματαριά"), με τη Χαρούλα Αλεξίου ("Ξημερώνει" που περιέχει και το "Φεύγω"), με τον Ηλία Κλωναρίδη (Θάλασσες"), με το Μανώλη Λιδάκη ("Κουράστηκα να υποκρίνομαι") - ολόκληρος ο δίσκος -, με την Πίτσα Παπαδοπούλου ("Α νευ Ορων") - όλη τη δουλειά, με επιτυχία το "Μη μιλάς" - με το Μανώλη Μητσιά ("Θ`αναζητάς"), με τη Χριστίνα Μαραγκόζη ("Θα προχωράμε μαζί", "Χάνομαι", "Λικεράκι"), με το Μανώλη Αγγελόπουλο ("Τη βαρέθηκε η ψυχή μου"), με τους Κατσιμίχα και το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα ("Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλλα"), καθώς και με το Δήμο Μούτση, και την Ελένη Δήμου, τη Λιζέττα Νικολάου, την Ελένη Βιτάλη, το Χαράλαμπο Γαργανουράκη και το Γιώργο Γερολυμάτο, ενώ στη τελευταία του δουλειά "Στην Ελλάς του 2000" σημαντική είναι η συνεργασία του με το Στέλιο Καζαντζίδη, τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα και τη Γλυκερία.
Επίσης συνεργάζεται και με στιχουργούς που έχουν δώσει πολλά στο Ελληνικό τραγούδι όπως οι: Κώστας Τριπολίτης, Αντώνης Ανδρικάκης, Πάνος Φαλάρας, Σαράντης Αλιβιζάτος, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος κ.ά.
"Ψάξε να με βρεις μέσα στα λόγια
που φοβάσαι να μου πεις.
Ψάξε να με βρεις μες στα τραγούδια
που ν' αντέξεις δεν μπορείς.
Αν μ' αγαπάς, στο ρεφρέν της καρδιάς
θα με βρεις"...
Γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1948 στην Αθήνα. Στα εφηβικά του χρόνια, μαζί με φίλους, δημιουργούν ένα συγκρότημα, τους "VICKINGS" 20-30 χρονών δουλεύει στην Πλάκα σαν μουσικός σε διάφορες μπουάτ, δίπλα σε καταξιωμένους συναδέλφους, συνθέτες και τραγουδιστές. Οπως τον Χρήστο Νικολόπουλο, το Δήμο Μούτση, τη Χαρούλα Αλεξίου, το Γιώργο Νταλάρα, το Γιάννη Πάριο, το Μανώλη Μητσιά, τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Αντώνη Καλογιάννη, το Βασίλη Παπακωνσταντίνου κ.ά. Παράλληλα, εκείνη τη δεκαετία, γράφει τραγούδια που δειλά-δειλά παρουσιάζει σε συναδέλφους.
Το 1973 παίρνει μέρος σ`ένα διαγωνισμό που είχαν προκηρύξει μια δισκογραφική εταιρεία και ένα μεγάλο περιοδικό ποικίλης ύλης και έψαχναν για νέο αίμα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Στέλνει ένα τραγούδι του και παίρνει το δεύτερο βραβείο. Το ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας. Το 1976 κάνει έναν ολόκληρο δίσκο με τραγούδια δικά του, όπου τραγουδά και ο ίδιος, με γενικό τίτλο "Οραματίζομαι"
Το 1978 αρχίζει να φαίνεται συχνότερα τ` όνομα του σε δίσκους και συνεργάζεται, σα συνθέτης πλέον, με επώνυμους αλλά και με νέους καλλιτέχνες. Οπως με το Γιάννη Πουλόπουλο ("Θέλω να μ`αγαπάς"), με το Γιάννη Πάριο (Αχ αγάπη","Σου γράφω ένα γράμμα", "Δε θα χωρίσουμε ποτέ"), με τη Δήμητρα Γαλάνη ("Μ`αγαπούσες θυμάμαι"), με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου ("Φεύγουν καράβια στο γυαλό" με τον Bob Dylan ), με το Γιώργο Νταλάρα (Κάτω απ`την κληματαριά"), με τη Χαρούλα Αλεξίου ("Ξημερώνει" που περιέχει και το "Φεύγω"), με τον Ηλία Κλωναρίδη (Θάλασσες"), με το Μανώλη Λιδάκη ("Κουράστηκα να υποκρίνομαι") - ολόκληρος ο δίσκος -, με την Πίτσα Παπαδοπούλου ("Α νευ Ορων") - όλη τη δουλειά, με επιτυχία το "Μη μιλάς" - με το Μανώλη Μητσιά ("Θ`αναζητάς"), με τη Χριστίνα Μαραγκόζη ("Θα προχωράμε μαζί", "Χάνομαι", "Λικεράκι"), με το Μανώλη Αγγελόπουλο ("Τη βαρέθηκε η ψυχή μου"), με τους Κατσιμίχα και το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα ("Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλλα"), καθώς και με το Δήμο Μούτση, και την Ελένη Δήμου, τη Λιζέττα Νικολάου, την Ελένη Βιτάλη, το Χαράλαμπο Γαργανουράκη και το Γιώργο Γερολυμάτο, ενώ στη τελευταία του δουλειά "Στην Ελλάς του 2000" σημαντική είναι η συνεργασία του με το Στέλιο Καζαντζίδη, τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα και τη Γλυκερία.
Επίσης συνεργάζεται και με στιχουργούς που έχουν δώσει πολλά στο Ελληνικό τραγούδι όπως οι: Κώστας Τριπολίτης, Αντώνης Ανδρικάκης, Πάνος Φαλάρας, Σαράντης Αλιβιζάτος, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος κ.ά.
"Ψάξε να με βρεις μέσα στα λόγια
που φοβάσαι να μου πεις.
Ψάξε να με βρεις μες στα τραγούδια
που ν' αντέξεις δεν μπορείς.
Αν μ' αγαπάς, στο ρεφρέν της καρδιάς
θα με βρεις"...
ROCKWAVE FESTIVAL 2010 - Η Ανακοίνωση των ονομάτων
Το 14ο Rockwave Festival έρχεται να ταράξει τα νερά με τη μοναδική του συνταγή, να ξεδιψάσει και τους πιο απαιτητικούς.
Η αυλαία θα ανοίξει την Τετάρτη 7 Ιουλίου με τους Faithless. Την σκυτάλη παραλαμβάνουν ο Quentin "Norman" Cook, γνωστός ως Fatboy Slim, το Σάββατο 10 Ιουλίου. Η αυλαία θα πέσει την Κυριακή 11 Ιουλίου με τους Massive Attack.
Μερικά από τα υπόλοιπα ονόματα είναι οι : Ska-P, Gogol Bordello, DJ Shadow, White Lies, Garcia plays Kuyss, Martina Topley Bird....
Η προπώληση των εισιτηρίων θα ξεκινήσει την Τρίτη 23 Μαρτίου 2010.
Οι τιμές των εισιτηρίων θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες!
Σημεία προπώλησης:
* Αθήνα: Ticket House, Πανεπιστημίου 42 (εντός της στοάς). Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 210-3608-366
* Θεσσαλονίκη: Ticket House, Μητροπόλεως 102. Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 2310-264880
Online Sales ή αγορές με πιστωτική κάρτα, 24 ώρες/ωρο:
* http://www.ticketpro.gr/
* http://www.tickethouse.gr./
Το 14ο Rockwave Festival έρχεται να ταράξει τα νερά με τη μοναδική του συνταγή, να ξεδιψάσει και τους πιο απαιτητικούς.
Η αυλαία θα ανοίξει την Τετάρτη 7 Ιουλίου με τους Faithless. Την σκυτάλη παραλαμβάνουν ο Quentin "Norman" Cook, γνωστός ως Fatboy Slim, το Σάββατο 10 Ιουλίου. Η αυλαία θα πέσει την Κυριακή 11 Ιουλίου με τους Massive Attack.
Μερικά από τα υπόλοιπα ονόματα είναι οι : Ska-P, Gogol Bordello, DJ Shadow, White Lies, Garcia plays Kuyss, Martina Topley Bird....
Η προπώληση των εισιτηρίων θα ξεκινήσει την Τρίτη 23 Μαρτίου 2010.
Οι τιμές των εισιτηρίων θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες!
Σημεία προπώλησης:
* Αθήνα: Ticket House, Πανεπιστημίου 42 (εντός της στοάς). Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 210-3608-366
* Θεσσαλονίκη: Ticket House, Μητροπόλεως 102. Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 2310-264880
Online Sales ή αγορές με πιστωτική κάρτα, 24 ώρες/ωρο:
* http://www.ticketpro.gr/
* http://www.tickethouse.gr./
Je t' aime… moi no plus
Η μεγαλύτερη επιτυχία στην καριέρα του γάλλου τραγουδοποιού, ηθοποιού και σκηνοθέτη Σερζ Γκενζμπούρ (1928 - 1991). Είναι το μοναδικό γαλλικό τραγούδι που έφθασε στο Νο1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών (11 Οκτωβρίου 1969).
Σε μία εποχή που το ροκ βρισκόταν στην ακμή του, ο Σερζ Γκενζμπούρ γράφει την ερωτική μπαλάντα «Je t' aime… moi no plus» («Σ' αγαπώ…εγώ όχι πια»), με προκλητικό στίχο και «σοροπιαστή» μουσική. Ήταν το 1967, όταν ο γάλλος τραγουδοποιός ήταν τρελά ερωτευμένος με την Μπριζίτ Μπαρντό.
Ο Γκενζμπούρ ήθελε την Μπαρντό για ερμηνεύτρια του τραγουδιού του. Αυτή φοβήθηκε ότι το τραγούδι μπορεί να σκίαζε την εικόνα της και αρνήθηκε. Ο Γκενζμπούρ το έβαλε στο συρτάρι του και το ξανάβγαλε τον επόμενο χρόνο, όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε την 23χρονη Τζέιν Μπίρκιν.
Η νεαρή αγγλίδα στάρλετ δεν είχε καμία αναστολή να το τραγουδήσει και να μπει στο πετσί του ρόλου που απαιτούσε η ερμηνεία του. Το «Je t' aime… moi no plus» είναι ένας διάλογος μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, συνοδευόμενος από βογγητά και αναστεναγμούς.
Ο προφανής ερωτισμός του τραγουδιού και το θέμα - ταμπού του σεξ χωρίς αγάπη, προκάλεσαν πανευρωπαϊκό σκάνδαλο. Το χορό έσυρε με σκληρή ανακοίνωσή του το Βατικανό. Ακολούθησαν η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Πολωνία, η Σουηδία, η Ισπανία και η Μεγάλη Βρετανία, που απαγόρευσαν τη μετάδοσή του από το ραδιόφωνο.
Οι αντιδράσεις έφεραν τη μεγάλη επιτυχία του σε όλη την Ευρώπη. Το «Je t' aime… moi no plus» ανέβηκε για μια εβδομάδα στο Νο 1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών, στο Νο2 του ιταλικού και στο Νο3 του γερμανικού. Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ίσα - ίσα που έφθασε ο απόηχός του (Νο 69 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών).
Το τραγούδι του Γκενζμπούρ βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα όλα αυτά τα χρόνια με περισσότερες από 120 διασκευές. Το έχουν ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, η Ντόνα Σάμερ, οι Πετ Σοπ Μπόις, η Κάιλι Μινόγκ, o Μπράιαν Μόλκο των «Πλασίμπο» και ο πολύς Νικ Κέιβ, ενώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Τζόρτζιο Μορόντερ, που έγραψε τη μεγάλη ντίσκο επιτυχία της Ντόνα Σάμερ «Love to Love you Baby».
Η μεγαλύτερη επιτυχία στην καριέρα του γάλλου τραγουδοποιού, ηθοποιού και σκηνοθέτη Σερζ Γκενζμπούρ (1928 - 1991). Είναι το μοναδικό γαλλικό τραγούδι που έφθασε στο Νο1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών (11 Οκτωβρίου 1969).
Σε μία εποχή που το ροκ βρισκόταν στην ακμή του, ο Σερζ Γκενζμπούρ γράφει την ερωτική μπαλάντα «Je t' aime… moi no plus» («Σ' αγαπώ…εγώ όχι πια»), με προκλητικό στίχο και «σοροπιαστή» μουσική. Ήταν το 1967, όταν ο γάλλος τραγουδοποιός ήταν τρελά ερωτευμένος με την Μπριζίτ Μπαρντό.
Ο Γκενζμπούρ ήθελε την Μπαρντό για ερμηνεύτρια του τραγουδιού του. Αυτή φοβήθηκε ότι το τραγούδι μπορεί να σκίαζε την εικόνα της και αρνήθηκε. Ο Γκενζμπούρ το έβαλε στο συρτάρι του και το ξανάβγαλε τον επόμενο χρόνο, όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε την 23χρονη Τζέιν Μπίρκιν.
Η νεαρή αγγλίδα στάρλετ δεν είχε καμία αναστολή να το τραγουδήσει και να μπει στο πετσί του ρόλου που απαιτούσε η ερμηνεία του. Το «Je t' aime… moi no plus» είναι ένας διάλογος μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, συνοδευόμενος από βογγητά και αναστεναγμούς.
Ο προφανής ερωτισμός του τραγουδιού και το θέμα - ταμπού του σεξ χωρίς αγάπη, προκάλεσαν πανευρωπαϊκό σκάνδαλο. Το χορό έσυρε με σκληρή ανακοίνωσή του το Βατικανό. Ακολούθησαν η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Πολωνία, η Σουηδία, η Ισπανία και η Μεγάλη Βρετανία, που απαγόρευσαν τη μετάδοσή του από το ραδιόφωνο.
Οι αντιδράσεις έφεραν τη μεγάλη επιτυχία του σε όλη την Ευρώπη. Το «Je t' aime… moi no plus» ανέβηκε για μια εβδομάδα στο Νο 1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών, στο Νο2 του ιταλικού και στο Νο3 του γερμανικού. Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ίσα - ίσα που έφθασε ο απόηχός του (Νο 69 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών).
Το τραγούδι του Γκενζμπούρ βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα όλα αυτά τα χρόνια με περισσότερες από 120 διασκευές. Το έχουν ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, η Ντόνα Σάμερ, οι Πετ Σοπ Μπόις, η Κάιλι Μινόγκ, o Μπράιαν Μόλκο των «Πλασίμπο» και ο πολύς Νικ Κέιβ, ενώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Τζόρτζιο Μορόντερ, που έγραψε τη μεγάλη ντίσκο επιτυχία της Ντόνα Σάμερ «Love to Love you Baby».
Imagine
Το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του Τζον Λένον μετά την διάλυση των Beatles. Κυκλοφόρησε στις 9 Σεπτεμβρίου 1971 από την Apple (EMI) και περιέχει 10 τραγούδια, με κορωνίδα το διαχρονικό «Imagine». Είναι το πιο δημοφιλές άλμπουμ του Λένον, με πωλήσεις έως και τις μέρες μας.
To «Imagine» ηχογραφήθηκε μέσα σε 12 ημέρες, από τις 23 Ιουνίου έως τις 5 Ιουλίου 1971, στο προσωπικό στούντιο του Λένον στο Άσκοτ, με παραγωγούς τον ίδιο, τη Γιόκο Όνο και τον σπουδαίο Φιλ Σπέκτορ. Ως προς τη θεματολογία του, δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το προκλητικό και αγχωτικό «John Lennon Plastic Ono Band», που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα (11 Δεκεμβρίου 1970). Είναι, όμως, μια συλλογή τραγουδιών με πιο γλυκερές μελωδίες, «με κουβερτούρα σοκολάτας για λαϊκή κατανάλωση», όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο Λένον. Αυτό σε τίποτα δεν αναιρεί την ποιότητα των τραγουδιών, που όμοιά τους δεν θα ξαναγράψει ο δημιουργός τους στα δέκα χρόνια ζωής που του απέμεναν.
Το τραγούδι που κυριαρχεί στο άλμπουμ είναι φυσικά το «Imagine», μία διαχρονική έκκληση για την παγκόσμια ειρήνη, για έναν κόσμο χωρίς θεούς, κράτη, ιδιοκτησία και κοινωνικές τάξεις. «Είναι το δικό μου Κομμουνιστικό Μανιφέστο» είχε δηλώσει κάποτε ο Λένον. Στο ίδιο μήκος κύματος το «Ι Don't Want to Be a Soldier», ένα αντιπολεμικό κομμάτι, σε μια εποχή που μαινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ.
Το «Jealous Guy» είναι ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του Λένον, με κοντά στις 100 διασκευές. Γράφτηκε κατά την παραμονή των Μπιτλς στην Ινδία το 1968 και στις συναντήσεις τους με τον γκουρού Μαχαρίσι Μαχές. Τα «Oh My Love» και «How?» αναφέρονται στις εμπειρίες του ζευγαριού από την ψυχανάλυση, ενώ το «Oh Yoko!» είναι ένας ύμνος του Λένον στη γυναίκα του.
Η αγάπη του Λένον για το ροκ εν ρολ εκδηλώνεται στα τραγούδια «Cripple Inside», «It's So Ηard» και στο προκλητικό «Gimme Some Truth». Το «How Do You Sleep?» είναι μια ενδομπητλική κόντρα, με τη συμμετοχή του Τζορτζ Χάρισον, μία ευθεία απάντηση του Λένον στον Πολ ΜακΚάρτνεϊ, ο οποίος του είχε επιτεθεί συγκεκαλυμμένα μέσα από το άλμπουμ του «Ram» (28 Μαΐου 1971).
To «Imagine» έγινε θερμά δεκτό από το κοινό, ανεβαίνοντας στο Νο1 του αμερικανικού και βρετανικού πίνακα επιτυχιών. Το ομώνυμο τραγούδι ανέβηκε και πάλι στην κορυφή μετά τη δολοφονία του Λένον τον Δεκέμβριο του 1981. Το 2003 το μουσικό περιοδικό Rolling Stone τοποθέτησε το «Imagine» στην 76η θέση του καταλόγου με τα 500 καλύτερα άλμπουμ της ποπ μουσικής.
Τα τραγούδια του άλμπουμ
1. «Imagine» (Lennon) 3:01
2. «Crippled Inside» (Lennon) 3:47
3. «Jealous Guy» (Lennon) 4:14
4. «It's So Hard» (Lennon) 2:25
5. «I Don't Wanna Be a Soldier Mama» (Lennon) 6:05
6. «Gimme Some Truth» (Lennon) 3:16
7. «Oh My Love» (Lennon/Ono) 2:44
8. «How Do You Sleep?» (Lennon) 5:36
9. «How?» (Lennon) 3:43
10. «Oh Yoko!» (Lennon) 4:20
Το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του Τζον Λένον μετά την διάλυση των Beatles. Κυκλοφόρησε στις 9 Σεπτεμβρίου 1971 από την Apple (EMI) και περιέχει 10 τραγούδια, με κορωνίδα το διαχρονικό «Imagine». Είναι το πιο δημοφιλές άλμπουμ του Λένον, με πωλήσεις έως και τις μέρες μας.
To «Imagine» ηχογραφήθηκε μέσα σε 12 ημέρες, από τις 23 Ιουνίου έως τις 5 Ιουλίου 1971, στο προσωπικό στούντιο του Λένον στο Άσκοτ, με παραγωγούς τον ίδιο, τη Γιόκο Όνο και τον σπουδαίο Φιλ Σπέκτορ. Ως προς τη θεματολογία του, δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το προκλητικό και αγχωτικό «John Lennon Plastic Ono Band», που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα (11 Δεκεμβρίου 1970). Είναι, όμως, μια συλλογή τραγουδιών με πιο γλυκερές μελωδίες, «με κουβερτούρα σοκολάτας για λαϊκή κατανάλωση», όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο Λένον. Αυτό σε τίποτα δεν αναιρεί την ποιότητα των τραγουδιών, που όμοιά τους δεν θα ξαναγράψει ο δημιουργός τους στα δέκα χρόνια ζωής που του απέμεναν.
Το τραγούδι που κυριαρχεί στο άλμπουμ είναι φυσικά το «Imagine», μία διαχρονική έκκληση για την παγκόσμια ειρήνη, για έναν κόσμο χωρίς θεούς, κράτη, ιδιοκτησία και κοινωνικές τάξεις. «Είναι το δικό μου Κομμουνιστικό Μανιφέστο» είχε δηλώσει κάποτε ο Λένον. Στο ίδιο μήκος κύματος το «Ι Don't Want to Be a Soldier», ένα αντιπολεμικό κομμάτι, σε μια εποχή που μαινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ.
Το «Jealous Guy» είναι ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του Λένον, με κοντά στις 100 διασκευές. Γράφτηκε κατά την παραμονή των Μπιτλς στην Ινδία το 1968 και στις συναντήσεις τους με τον γκουρού Μαχαρίσι Μαχές. Τα «Oh My Love» και «How?» αναφέρονται στις εμπειρίες του ζευγαριού από την ψυχανάλυση, ενώ το «Oh Yoko!» είναι ένας ύμνος του Λένον στη γυναίκα του.
Η αγάπη του Λένον για το ροκ εν ρολ εκδηλώνεται στα τραγούδια «Cripple Inside», «It's So Ηard» και στο προκλητικό «Gimme Some Truth». Το «How Do You Sleep?» είναι μια ενδομπητλική κόντρα, με τη συμμετοχή του Τζορτζ Χάρισον, μία ευθεία απάντηση του Λένον στον Πολ ΜακΚάρτνεϊ, ο οποίος του είχε επιτεθεί συγκεκαλυμμένα μέσα από το άλμπουμ του «Ram» (28 Μαΐου 1971).
To «Imagine» έγινε θερμά δεκτό από το κοινό, ανεβαίνοντας στο Νο1 του αμερικανικού και βρετανικού πίνακα επιτυχιών. Το ομώνυμο τραγούδι ανέβηκε και πάλι στην κορυφή μετά τη δολοφονία του Λένον τον Δεκέμβριο του 1981. Το 2003 το μουσικό περιοδικό Rolling Stone τοποθέτησε το «Imagine» στην 76η θέση του καταλόγου με τα 500 καλύτερα άλμπουμ της ποπ μουσικής.
Τα τραγούδια του άλμπουμ
1. «Imagine» (Lennon) 3:01
2. «Crippled Inside» (Lennon) 3:47
3. «Jealous Guy» (Lennon) 4:14
4. «It's So Hard» (Lennon) 2:25
5. «I Don't Wanna Be a Soldier Mama» (Lennon) 6:05
6. «Gimme Some Truth» (Lennon) 3:16
7. «Oh My Love» (Lennon/Ono) 2:44
8. «How Do You Sleep?» (Lennon) 5:36
9. «How?» (Lennon) 3:43
10. «Oh Yoko!» (Lennon) 4:20
Fur Elise
Η πιο δημοφιλής σύνθεση του Μπετόβεν και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα της κλασσικής μουσικής, γνωστή με τη γερμανική της ονομασία Für Elise («Για τη Λίζα»). Πρόκειται για μια τρίλεπτη μπαγκατέλα (μικρής διάρκειας σύνθεση για πιάνο με ελαφρύ περιεχόμενο) σε λα ελάσσονα, η πρεμιέρα της οποίας δόθηκε στις 27 Απριλίου 1810.
Οι ειδικοί περί το έργο του Μπετόβεν, όσο και αν έχουν προσπαθήσει, δεν έχουν καταφέρει να μάθουν ποια ήταν η Λίζα. Πιστεύουν βάσιμα ότι ο μεγάλος γερμανός μουσουργός έγραψε στα σαράντα του ένα έργο «Για την Τερέζα» («Für Therese»), προκειμένου να εντυπωσιάσει τη δεκαοκτάχρονη Τερέζα Μαλφάτι φον Ρόρενμπαχ τσου Ντέτσα, στην οποία είχε κάνει πρόταση γάμου.
Ο Μπετόβεν, που δεν ευδοκίμησε στις σχέσεις του με το «ασθενές» φύλο, έφαγε μία ακόμη «χυλόπιτα» από τη μικρή Τερέζα, σε μια περίοδο που τα οικονομικά του δεν ήταν ιδιαιτέρως ανθηρά. Η κόρη του βιεννέζου εμπόρου Γιάκομπ Μαλφάτι προτίμησε τη σιγουριά, τα νιάτα και τους τίτλους ευγενείας του Βίλχελμ φον Ντρόσντικ, ανώτερου υπαλλήλου στην Αυλή των Αψβούργων. Το έργο εκδόθηκε το 1865 και ο μουσικολόγος Λούντβιχ Νολ, εξαιτίας του άσχημου γραφικού χαρακτήρα του Μπετόβεν, το αντέγραψε λανθασμένα, Ελίζε αντί για Τερέζα.
Το «Für Elise» έχουν ερμηνεύσει και ηχογραφήσει σπουδαίοι πιανίστες, όπως οι Βλαντμίρ Ασκενάζι, Μάρεϊ Περάχια, Μπάλας Σοκολάι, Ρόμπερτ Σίλβερμαν, Αλφρεντ Μπρέντελ και Βαν Κλίμπερν.
Η πιο δημοφιλής σύνθεση του Μπετόβεν και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα της κλασσικής μουσικής, γνωστή με τη γερμανική της ονομασία Für Elise («Για τη Λίζα»). Πρόκειται για μια τρίλεπτη μπαγκατέλα (μικρής διάρκειας σύνθεση για πιάνο με ελαφρύ περιεχόμενο) σε λα ελάσσονα, η πρεμιέρα της οποίας δόθηκε στις 27 Απριλίου 1810.
Οι ειδικοί περί το έργο του Μπετόβεν, όσο και αν έχουν προσπαθήσει, δεν έχουν καταφέρει να μάθουν ποια ήταν η Λίζα. Πιστεύουν βάσιμα ότι ο μεγάλος γερμανός μουσουργός έγραψε στα σαράντα του ένα έργο «Για την Τερέζα» («Für Therese»), προκειμένου να εντυπωσιάσει τη δεκαοκτάχρονη Τερέζα Μαλφάτι φον Ρόρενμπαχ τσου Ντέτσα, στην οποία είχε κάνει πρόταση γάμου.
Ο Μπετόβεν, που δεν ευδοκίμησε στις σχέσεις του με το «ασθενές» φύλο, έφαγε μία ακόμη «χυλόπιτα» από τη μικρή Τερέζα, σε μια περίοδο που τα οικονομικά του δεν ήταν ιδιαιτέρως ανθηρά. Η κόρη του βιεννέζου εμπόρου Γιάκομπ Μαλφάτι προτίμησε τη σιγουριά, τα νιάτα και τους τίτλους ευγενείας του Βίλχελμ φον Ντρόσντικ, ανώτερου υπαλλήλου στην Αυλή των Αψβούργων. Το έργο εκδόθηκε το 1865 και ο μουσικολόγος Λούντβιχ Νολ, εξαιτίας του άσχημου γραφικού χαρακτήρα του Μπετόβεν, το αντέγραψε λανθασμένα, Ελίζε αντί για Τερέζα.
Το «Für Elise» έχουν ερμηνεύσει και ηχογραφήσει σπουδαίοι πιανίστες, όπως οι Βλαντμίρ Ασκενάζι, Μάρεϊ Περάχια, Μπάλας Σοκολάι, Ρόμπερτ Σίλβερμαν, Αλφρεντ Μπρέντελ και Βαν Κλίμπερν.
Chatanooga Choo Choo
Κλασσικό τραγούδι της εποχής του σουίνγκ, που έντυνε μουσικά την κωμωδία του Μπρους Χάμπερστον «San Valley Serenade». Γράφτηκε το 1941 από τους Μακ Γκόρντον και Χάρι Γουόρεν, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού τους με τραίνο από τη Νέα Υόρκη στην πόλη Τσατανούγκα του Τενεσί. Πηγή έμπνευσής τους ήταν η μικρή και κομψή ατμομηχανή του τραίνου με τους ρυθμικούς της ήχους, που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο του σταθμού της Τσατανούγκα.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στις 7 Μαΐου 1941 κι έγινε αμέσως επιτυχία από την Ορχήστρα του Γκλεν Μίλερ, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν στον κολοφώνα της δόξας της. Ερμηνεύεται από τον σαξοφωνίστα της ορχήστρας Τεξ Μπένεκι, με τη συνοδεία της Πόλα Κέλι και του φωνητικού συγκροτήματος The Modernaires.
Το «Chatanooga Choo Choo» έμεινε στην ιστορία και για το γεγονός ότι υπήρξε το πρώτο ηχογράφημα, στο οποίο απενεμήθη χρυσός δίσκος από τη μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ. Μέσα σε λίγους μήνες από την κυκλοφορία του είχε ξεπεράσει σε πωλήσεις το ασύλληπτο για την εποχή νούμερο των 1.200.000 αντιτύπων.
Η τελετή απονομής στους συντελεστές του τραγουδιού έγινε στις 13 Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής από την εταιρεία RCA-Victor. Προς επιβεβαίωση της παροιμίας «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός», ο δίσκος - βραβείο ήταν απλός επίχρυσος, όπως συμβαίνει και στις μέρες μας.
Κλασσικό τραγούδι της εποχής του σουίνγκ, που έντυνε μουσικά την κωμωδία του Μπρους Χάμπερστον «San Valley Serenade». Γράφτηκε το 1941 από τους Μακ Γκόρντον και Χάρι Γουόρεν, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού τους με τραίνο από τη Νέα Υόρκη στην πόλη Τσατανούγκα του Τενεσί. Πηγή έμπνευσής τους ήταν η μικρή και κομψή ατμομηχανή του τραίνου με τους ρυθμικούς της ήχους, που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο του σταθμού της Τσατανούγκα.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στις 7 Μαΐου 1941 κι έγινε αμέσως επιτυχία από την Ορχήστρα του Γκλεν Μίλερ, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν στον κολοφώνα της δόξας της. Ερμηνεύεται από τον σαξοφωνίστα της ορχήστρας Τεξ Μπένεκι, με τη συνοδεία της Πόλα Κέλι και του φωνητικού συγκροτήματος The Modernaires.
Το «Chatanooga Choo Choo» έμεινε στην ιστορία και για το γεγονός ότι υπήρξε το πρώτο ηχογράφημα, στο οποίο απενεμήθη χρυσός δίσκος από τη μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ. Μέσα σε λίγους μήνες από την κυκλοφορία του είχε ξεπεράσει σε πωλήσεις το ασύλληπτο για την εποχή νούμερο των 1.200.000 αντιτύπων.
Η τελετή απονομής στους συντελεστές του τραγουδιού έγινε στις 13 Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής από την εταιρεία RCA-Victor. Προς επιβεβαίωση της παροιμίας «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός», ο δίσκος - βραβείο ήταν απλός επίχρυσος, όπως συμβαίνει και στις μέρες μας.
Bolero
Δημοφιλές μουσικό έργο του γάλλου συνθέτη Μορίς Ραβέλ (1875 - 1937). Γράφτηκε για μπαλέτο το 1928, κατόπιν παραγγελίας της ρωσίδας μπαλαρίνας Ίντα Ρουμπινστάιν, αλλά έγινε γνωστό από τις ορχηστρικές του εκτελέσεις.
Αρχικά, η Ρουμπινστάιν ζήτησε από τον Ραβέλ να ενορχηστρώσει 6 κομμάτια από την πιανιστική σύνθεση του Αλμπένιθ «Ιμπέρια». Τον πρόλαβε, όμως, ο ισπανός μαέστρος Ενρίκε Αρμπός, που απέκτησε και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα. Τότε, ο Ραβέλ αποφάσισε να ενορχηστρώσει μια δικιά του παλιά σύνθεση. Άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να γράψει μια νέα σύνθεση.
Η έμπνευση του ήρθε το καλοκαίρι του 1928, καθώς βρισκόταν σε διακοπές στο παραλιακό θέρετρο του Σεν Ζαν ντε Λιζ. Με το ένα χέρι άρχισε να παίζει μια μελωδία στο πιάνο για τον φίλο του Γκιστάβ Σαμαζέιγ. Σε μια στιγμή του είπε: «Δεν νομίζεις ότι το θέμα αυτό έχει μια επίμονη ποιότητα; Σκοπεύω να το επαναλάβω μερικές φορές χωρίς καμία εξέλιξη, αυξάνοντας βαθμιαία την ορχήστρα, όσο μπορώ». Η σύνθεση είχε αρχικά τον τίτλο «Φαντάνγκο» και στη συνέχεια «Μπολέρο» (γαλλιστί «Μπολερό»). Και οι δύο αυτές ονομασίες παραπέμπουν σε ισπανικούς λαϊκούς χορούς του 18ου αιώνα.
Η πρεμιέρα του «Μπολερό» δόθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1928 στη Όπερα των Παρισίων, σε χορογραφία της Μπρονισλάβα Νιζίσκα και σκηνογραφία του Αλεξάντρ Μπενουά. Την Ορχήστρα της Όπερας των Παρισίων διηύθυνε ο Βάλτερ Στάραμ. Η υπόθεση του μπαλέτου, σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης: Μέσα σ' ένα καπηλειό, άνθρωποι χορεύουν κάτω από μια λάμπα, που κρέμεται από το ταβάνι. Σε απάντηση της πρόσκλησής τους, μια κοπέλα ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι και χορεύει όλο και πιο ζωηρά.
Το έργο γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία προς μεγάλη έκπληξη του Ραβέλ, που πίστευε ότι δεν θα γινόταν αποδεκτό από τους μουσικούς. Έγραφε στον κουβανό συνάδελφό του Χοακίν Ντιν: «Δεν έχει καλά - καλά μορφή, δεν έχει ανάπτυξη και μετά βίας έχει μετατροπίες». Η αμερικανική του πρεμιέρα έγινε δεκτή με ουρανομήκεις ζητωκραυγές από το μουσικόφιλο κοινό της Νέας Υόρκης, όταν παρουσιάσθηκε από τον Αρτούρο Τοσκανίνι και τη Φιλαρμονική της αμερικανικής μεγαλούπολης στις 14 Νοεμβρίου 1929. Στην επιτυχία του έργου συνέβαλε αφάνταστα και η διάδοσή του μέσω του γραμμοφώνου. Η πρώτη ηχογράφηση του «Μπολερό» έγινε στις 8 Ιανουαρίου του 1930.
Το «Μπολερό» δεν είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Ραβέλ, αλλά είναι το πιο δημοφιλές. Αποτελεί μια αληθινή ενορχηστρωτική πραγματεία. Ο συνθέτης εισάγει ένα - ένα τα διαφορετικά όργανα της ορχήστρας, βασιζόμενος απλώς και μόνο στην επανάληψη ενός κυρίου θέματος, που χωρίζεται σε δύο μουσικές φράσεις. Το έργο αρχίζει με τον ρυθμό του μπολερό, που παίζεται από το ταμπούρο, ενώ οι βιόλες και τα βιολοντσέλα υποστηρίζουν τον ρυθμό. Ο Ραβέλ κατάφερε να αναδείξει τον ανοιχτά ερωτικό χαρακτήρα του ήρεμου, απλού και λικνιστικού σπανιόλικου θέματος, το οποίο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, σταδιακά μεταβάλλοντας τις αποχρώσεις των μουσικών οργάνων και οδηγώντας τελικά σε μια οργασμική κορύφωση.
Δημοφιλές μουσικό έργο του γάλλου συνθέτη Μορίς Ραβέλ (1875 - 1937). Γράφτηκε για μπαλέτο το 1928, κατόπιν παραγγελίας της ρωσίδας μπαλαρίνας Ίντα Ρουμπινστάιν, αλλά έγινε γνωστό από τις ορχηστρικές του εκτελέσεις.
Αρχικά, η Ρουμπινστάιν ζήτησε από τον Ραβέλ να ενορχηστρώσει 6 κομμάτια από την πιανιστική σύνθεση του Αλμπένιθ «Ιμπέρια». Τον πρόλαβε, όμως, ο ισπανός μαέστρος Ενρίκε Αρμπός, που απέκτησε και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα. Τότε, ο Ραβέλ αποφάσισε να ενορχηστρώσει μια δικιά του παλιά σύνθεση. Άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να γράψει μια νέα σύνθεση.
Η έμπνευση του ήρθε το καλοκαίρι του 1928, καθώς βρισκόταν σε διακοπές στο παραλιακό θέρετρο του Σεν Ζαν ντε Λιζ. Με το ένα χέρι άρχισε να παίζει μια μελωδία στο πιάνο για τον φίλο του Γκιστάβ Σαμαζέιγ. Σε μια στιγμή του είπε: «Δεν νομίζεις ότι το θέμα αυτό έχει μια επίμονη ποιότητα; Σκοπεύω να το επαναλάβω μερικές φορές χωρίς καμία εξέλιξη, αυξάνοντας βαθμιαία την ορχήστρα, όσο μπορώ». Η σύνθεση είχε αρχικά τον τίτλο «Φαντάνγκο» και στη συνέχεια «Μπολέρο» (γαλλιστί «Μπολερό»). Και οι δύο αυτές ονομασίες παραπέμπουν σε ισπανικούς λαϊκούς χορούς του 18ου αιώνα.
Η πρεμιέρα του «Μπολερό» δόθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1928 στη Όπερα των Παρισίων, σε χορογραφία της Μπρονισλάβα Νιζίσκα και σκηνογραφία του Αλεξάντρ Μπενουά. Την Ορχήστρα της Όπερας των Παρισίων διηύθυνε ο Βάλτερ Στάραμ. Η υπόθεση του μπαλέτου, σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης: Μέσα σ' ένα καπηλειό, άνθρωποι χορεύουν κάτω από μια λάμπα, που κρέμεται από το ταβάνι. Σε απάντηση της πρόσκλησής τους, μια κοπέλα ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι και χορεύει όλο και πιο ζωηρά.
Το έργο γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία προς μεγάλη έκπληξη του Ραβέλ, που πίστευε ότι δεν θα γινόταν αποδεκτό από τους μουσικούς. Έγραφε στον κουβανό συνάδελφό του Χοακίν Ντιν: «Δεν έχει καλά - καλά μορφή, δεν έχει ανάπτυξη και μετά βίας έχει μετατροπίες». Η αμερικανική του πρεμιέρα έγινε δεκτή με ουρανομήκεις ζητωκραυγές από το μουσικόφιλο κοινό της Νέας Υόρκης, όταν παρουσιάσθηκε από τον Αρτούρο Τοσκανίνι και τη Φιλαρμονική της αμερικανικής μεγαλούπολης στις 14 Νοεμβρίου 1929. Στην επιτυχία του έργου συνέβαλε αφάνταστα και η διάδοσή του μέσω του γραμμοφώνου. Η πρώτη ηχογράφηση του «Μπολερό» έγινε στις 8 Ιανουαρίου του 1930.
Το «Μπολερό» δεν είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Ραβέλ, αλλά είναι το πιο δημοφιλές. Αποτελεί μια αληθινή ενορχηστρωτική πραγματεία. Ο συνθέτης εισάγει ένα - ένα τα διαφορετικά όργανα της ορχήστρας, βασιζόμενος απλώς και μόνο στην επανάληψη ενός κυρίου θέματος, που χωρίζεται σε δύο μουσικές φράσεις. Το έργο αρχίζει με τον ρυθμό του μπολερό, που παίζεται από το ταμπούρο, ενώ οι βιόλες και τα βιολοντσέλα υποστηρίζουν τον ρυθμό. Ο Ραβέλ κατάφερε να αναδείξει τον ανοιχτά ερωτικό χαρακτήρα του ήρεμου, απλού και λικνιστικού σπανιόλικου θέματος, το οποίο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, σταδιακά μεταβάλλοντας τις αποχρώσεις των μουσικών οργάνων και οδηγώντας τελικά σε μια οργασμική κορύφωση.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)