English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

                                                                   AC/DC




Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες οι AC/DC διανύουν μία μουσική καριέρα που δεν δείχνει να κοπάζει και ακριβώς όπως και το ηλεκτρικό ρεύμα έτσι και εκείνοι, εφοδιάζουν τον πλανήτη με μια αναγκαία πηγή δύναμης και ενέργειας.



Μετά τη συγκρότηση της μπάντας το 1973, η ηλεκτροφόρος rock 'n' roll μουσική των AC/DC κατάφερε να κατακλύσει τον κόσμο μέσω αμέτρητων sold-out περιοδειών, ενώ οι παγκόσμιες πωλήσεις τους ξεπερνούν τα 150 εκατομμύρια άλμπουμ μέχρι στιγμής. Αποτελούν το #1 best-selling σχήμα του μουσικού καταλόγου καλλιτεχνών της Sony BMG Music Entertainment, έχοντας πουλήσει σχεδόν 70 εκατομμύρια άλμπουμ μόνο στις ΗΠΑ, γεγονός που καθιστά τους AC/DC ως ένα από τα πέντε συγκροτήματα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην Αμερικάνικη μουσική ιστορία. Μια από τις πιο αγαπημένες δουλειές της μπάντας, το άλμπουμ-φαινόμενο «Back In Black», έχει επιτύχει RIAA «Double Diamond» υπόσταση, για πωλήσεις που ξεπερνούν τα 22 εκατομμύρια αντίτυπα στις Η.Π.Α. και αποτελεί το πέμπτο κατά σειρά άλμπουμ στην λίστα των κυκλοφοριών με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών στις Η.Π.Α.



Αν και οι ρίζες των AC/DC εντοπίζονται στην Αυστραλία, η αρχή της ιστορίας της μπάντας γράφεται λίγο νωρίτερα στη Γλασκόβη της Σκοτίας, όπου οι Angus και Malcolm Young, ο μουσικός πυρήνας του συγκροτήματος (και ακόμη και σήμερα το πιο ταλαντούχο κιθαριστικό δίδυμο στη ροκ ιστορία), γεννήθηκαν (το 1958 και 1953, αντίστοιχα). Το 1963 η οικογένεια Young μετανάστευσε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, όπου η μουσική θα σημάδευε για πάντα τα αδέρφια. Ως μέλος των Easybeats, ο μεγαλύτερος αδερφός των Angus και Malcolm, ο George Young, ευθυνόταν για μία από τις πρώτες παγκόσμιες επιτυχίες του προήλθαν από την Αυστραλία, το «Friday On My Mind», το 1966. Από το 1974 μέχρι το 2000, ο George και ο μουσικός του συνεργάτης, Harry Vanda, ανέλαβαν την παραγωγή πολλών άλμπουμ των AC/DC, συμπεριλαμβανομένου των «High Voltage», «T.N.T.», «Dirty Deeds Done Dirt Cheap», «Let There Be Rock», «If You Want Blood You've Got It», «Powerage», «74 Jailbreak», «Who Made Who», «Blow Up Your Video», και «Stiff Upper Lip».



Παίρνοντας ενθάρρυνση από τη μουσική επιτυχία του μεγαλύτερου αδερφού τους, οι Angus και Malcolm Young συγκρότησαν το δικό τους rock 'n' roll σχήμα και η πρεμιέρα του μοναδικού κιθαριστικού τους ήχου έγινε στις 31 Δεκεμβρίου 1973, σε μία συναυλία που δόθηκε την Παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Chequers Club του Σίδνεϊ.



Αφού βάφτισαν το νέο ροκ σχήμα τους «AC/DC» (το όνομα προέρχεται από τα γράμματα στο πίσω μέρος της ραπτομηχανής που ανήκε στην αδερφή τους, Margaret), οι Angus και Malcolm μετακόμισαν από το Σίδνεϊ στη Μελβούρνη και ξεκίνησαν την αναζήτηση, μέσα από αμέτρητα line-ups, ενός ισχυρού ρυθμικού τμήματος και ενός τραγουδιστή, η φωνή του οποίου θα ταίριαζε με τη μανιακή κιθαριστική επίθεση των αδερφών Young. Οι νεοβάπτιστοι AC/DC βρήκαν την πνευματική τους σπιθαμή στο πρόσωπο του Bon Scott, ενός τραγουδιστή που ζούσε στην κόψη του ξυραφιού και ο οποίος κάποτε είχε κάνει δοκιμαστικό για την μπάντα, όταν δούλευε για εκείνους ως τεχνικός και οδηγός πίσω στο Σύδνεϋ. Με τον Bon Scott (Σκοτσέζος και εκείνος που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία) να έχει λάβει τη θέση του co-frontman στη -σήμα κατατεθέν- «μαθητική εμφάνιση» του Angus, οι AC/DC ήταν πλέον έτοιμοι να ηλεκτρίσουν τον πλανήτη.



Μόλις υπέγραψαν συμβόλαιο με τον George Young στην Albert Records, οι AC/DC κυκλοφόρησαν τα πρώτα τους άλμπουμ στην Αυστραλία, το «High Voltage» το 1974 (ένα άλμπουμ λίγο διαφορετικό από το Αμερικάνικο «High Voltage») και το «T.N.T.» το 1975. Αφού οι δίσκοι τους έγιναν χρυσοί και πλατινένιοι στην Αυστραλία, οι AC/DC ακολούθησαν ένα πρόγραμμα ασταμάτητων περιοδειών, θέτοντας έτσι τη βάση για τη μετέπειτα φαινομενική τους εξέλιξη.



Το 1976, έχοντας κατακτήσει την πρώτη τους ήπειρο, οι AC/DC ταξίδεψαν στη Μ. Βρετανία. Όταν ο rock 'n' roll ήχος της μπάντας έφερε στους AC/DC μία θέση στο φημισμένο Marquee Club, το συγκρότημα έσπασε όλα τα ρεκόρ παρουσίας κοινού στο χώρο. Οι μέρες των AC/DC παίζοντας σε club ήταν μετρημένες. Μέσα σε ένα χρόνο, το «Let There Be Rock», η πρώτη ταυτόχρονη παγκόσμια κυκλοφορία της μπάντας και η πρώτη εμφάνιση του αμίμητου AC/DC λογοτύπου – υπερυψωμένα μεταλλικά Γοτθικά γράμματα που διαχωρίζονται από τον κεραυνό του Δία – θα τους εκτόξευε στη στρατόσφαιρα των σταδίων. Οι AC/DC ήταν έτοιμοι να κατακτήσουν την Αμερική.



Το καλοκαίρι του 1977, οι AC/DC έδωσαν πολλαπλές συναυλίες επί αμερικάνικου εδάφους, σε clubs όπως το Palladium και το CBGB στη Νέα Υόρκη και το Whiskey στο Λος Άντζελες, αλλά και σε χώρους όπως το Jacksonville Coliseum. Ως το 1978, οι AC/DC ήταν ένα από τα πιο καυτά συναυλιακά ονόματα παγκοσμίως. Για τη δημιουργία του επόμενου άλμπουμ τους συνεργάστηκαν με τον παραγωγό Mutt Lange. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν το hard rock μεγαθήριο «Highway To Hell», που κυκλοφόρησε το 1979 και το οποίο ήταν το πρώτο άλμπουμ των AC/DC που τους έβαλε στο Αμερικάνικο Top 100, αλλά και ο πρώτος δίσκος της μπάντας που έγινε χρυσός στις Η.Π.Α. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, η μπάντα ταξίδεψε στο Παρίσι, για να γυρίσει το μνημειώδες «Let The Be Rock», ένα άκρως σημαντικό ντοκουμέντο της χρυσής εποχής που έφερε στο συγκρότημα φήμη παγκοσμίως.



Στις 19 Φεβρουαρίου 1980, ο τραγουδιστής Bon Scott απεβίωσε στο Λονδίνο, σε ηλικία 33 ετών. Προσπαθώντας να συνέλθουν από το σοκ που τους προκάλεσε ο χαμός του ταλαντούχου και ζωηρού τραγουδιστή τους, τα εναπομείναντα μέλη των AC/DC αποφάσισαν πως υπήρχε ένας μόνο τρόπος για να αποδώσουν σωστά φόρο τιμής στον Bon Scott: να συνεχίσουν να δημιουργούν τη μουσική που εκείνος θα ήθελε να δημιουργούν.



Το συγκρότημα βρήκε έναν απίστευτο νέο τραγουδιστή και frontman στο πρόσωπο του Brian Johnson, που προερχόταν από το Newcastle και ο οποίος τραγουδούσε σε μια μπάντα ονόματι Geordie, την οποία λάτρευε ο Bon Scott. Επιστρέφοντας στο στούντιο με τον Mutt Lange, οι AC/DC μαζί με τον καινούργιο τους τραγουδιστή δημιούργησαν το «Back In Black», ένα από τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ όλων των εποχών ανεξαρτήτως μουσικής τοποθέτησης. Το ομότιτλο κομμάτι, καθώς και ο ύμνος «You Shook Me All Night Long», οδήγησαν το «Back In Black» στο #1 στη Μ. Βρετανία και στο #4 στις ΗΠΑ, όπου από τότε έχει γίνει 22 φορές πλατινένιο (double Diamond plus).



Οι AC/DC συνέχισαν να κυκλοφορούν υψηλά σε πωλήσεις άλμπουμ κατά τη διάρκεια των δεκαετιών '80 και '90, που συνοδεύονταν πάντοτε από πετυχημένες sold-out περιοδείες και θεαματικές συναυλίες, καθώς και αξιομνημόνευτες εμφανίσεις σε φεστιβάλ- συμπεριλαμβανομένου των συναυλιών στο «Monsters of Rock», «Castle Donington», «Rock In Rio», και «Rock Around The Bloc» φεστιβάλ στο Tushino Airfield στη Μόσχα το 1991, μία δωρεάν συναυλία, στην οποία παραβρέθηκαν περίπου ένα εκατομμύριο οπαδοί.



Στις 15 Σεπτεμβρίου 2000, οι AC/DC εισήχθησαν στο Hollywood Walk of Fame και τα χέρια τους «αποτυπώθηκαν» στο τσιμέντο μπροστά από το Guitar Center στο Hollywood Boulevard.



Στις 10 Μαρτίου 2003 εισήχθησαν στο Rock and Roll Hall of Fame, ύστερα από τελετή που πραγματοποιήθηκε στο Waldorf-Astoria στη Νέα Υόρκη. Ο Steve Tyler των Aerosmith τέλεσε τη «μύηση», τραγούδησε στην τελετή το κομμάτι «You Shook Me All Night Long» με τους AC/DC και περιέγραψε τον διαχρονικό rock 'n' roll ήχο του συγκροτήματος ως «...ο κεραυνός από την Αυστραλία που μας δίνει το δεύτερο κατά σειρά πιο δυνατό κύμα που κυκλοφορεί στο σώμα μας».
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: